-
1 θυμιατηριον
ион. θῡμιητήριον τό курительница для благовоний, кадильница Her., Thuc., NT. -
2 θῡμιᾱτήριον
θῡμιᾱτήριον, τό, dasselbe; Thuc. 6, 46; Andoc. 4, 29; Dem. 24, 183; Sp. S. das ion. ϑυμιητήριον.
-
3 θυμιατήριον
θυμιατήριον, ου, τό (s. prec. entry; Hdt., Thu. et al.; ins, pap, LXX; TestJob 32:8 al.; ApcMos) gener. a place or vessel for the burning of incense (Kühner-Bl. II p. 281, 5), usu. a ‘censer’ (Hdt. 4, 162, 3; Thu. 6, 46, 3; Aelian VH 12, 51; POxy 521, 19 [II A.D.]), but Hb 9:4 incense altar (as SIG 996, 12 [I A.D.?]; esp. of the incense altar in the Jewish temple: Philo, Rer. Div. Her. 226, Mos. 2, 94; Jos., Bell. 5, 218, Ant. 3, 147; 198).—New Docs 3, 69. DELG s.v. 2 θύω A4. M-M (w. rev. of Dittenberg’s interpr. of SIG2 583, 12=SIG above). -
4 θυμιατήριον
θῡμιᾱτήριον, θυμιατήριονcenser: neut nom /voc /acc sg -
5 θυμιατήριον
кадильница, сосуд для курения благовоний.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θυμιατήριον
-
6 θυμιατήριον
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θυμιατήριον
-
7 θυμιατήριον
-ου + τό N 2 0-1-1-0-1=3 2 Chr 26,19; Ez 8,11; 4 Mc 7,11 -
8 θυμιατήριον
II name of the constellation Ara, Eudox. ap.Hipparch.1.11.6, Ptol.Tetr.28, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμιατήριον
-
9 thymiamaterium
thȳmiāmatērium, iī, n. (thymiama), das Räucherfaß, Vulg. Ierem. 52, 19. Ambros. epist. 5 (4). no. 3. – dass. thȳmiātērium, iī, n. (θυμιατήριον), Vulg. 2. paral. 4, 22.
-
10 θῡμιητήριον
θῡμιητήριον, τό, ion. = ϑυμιατήριον, Her. 4, 162.
-
11 θυμιατηρίοις
θῡμιᾱτηρίοις, θυμιατήριονcenser: neut dat pl -
12 θυμιατηρίου
θῡμιᾱτηρίου, θυμιατήριονcenser: neut gen sg -
13 θυμιατηρίω
-
14 θυμιατηρίῳ
-
15 θυμιατηρίωι
θῡμιᾱτηρίῳ, θυμιατήριονcenser: neut dat sg -
16 θυμιατηρίων
θῡμιᾱτηρίων, θυμιατήριονcenser: neut gen pl -
17 θυμιατήρια
θῡμιᾱτήρια, θυμιατήριονcenser: neut nom /voc /acc pl -
18 θυμιητήριον
θῡμιητήριον, θυμιατήριονcenser: neut nom /voc /acc sg (ionic) -
19 thymiamaterium
thȳmiāmatērium, iī, n. (thymiama), das Räucherfaß, Vulg. Ierem. 52, 19. Ambros. epist. 5 (4). no. 3. – dass. thȳmiātērium, iī, n. (θυμιατήριον), Vulg. 2. paral. 4, 22.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > thymiamaterium
-
20 θυμιατρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμιατρίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θυμιατήριον — θῡμιᾱτήριον , θυμιατήριον censer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КАДИЛО — [греч. θυμιατός, θυμιατήριον, λιβανωτός; лат. thymiamaterium, thuribulum], литургический сосуд для совершения каждения. В Иерусалимском храме для каждения наряду с кадильным алтарем использовались и переносные К.: евр. (греч. πυρεῖον),… … Православная энциклопедия
Thymiateria — Ein Terracotta Thymiaterion mit einer Darstellung des Attis aus Tarsos, 2. oder 1. Jahrhundert v. Chr. Als Thymiaterion (altgriechisch: θυμιατήριον, von θυμιάω, räuchern; Mehrzahl Thymiateria) wird ein antikes Räuchergefäß bezeichnet. Das… … Deutsch Wikipedia
Thymiaterion (Räuchergefäß) — Ein Terracotta Thymiaterion mit einer Darstellung des Attis aus Tarsos, 2. oder 1. Jahrhundert v. Chr. Als Thymiaterion (altgriechisch: θυμιατήριον, von θυμιάειν thymiaein, räuchern; Mehrzahl Thymiateria) wird ein antikes Räuchergefäß bezeichnet … Deutsch Wikipedia
АЦЕРРА — • Acerra, по объяснению Феста, переносный алтарь, который ставили пред покойниками и на котором обыкновенно возжигали фимиам; вероятнее вообще курильница для сожигания фимиама при жертвоприношениях, turibulum, θυμιατήριον (Verg. Aen.… … Реальный словарь классических древностей
кадильница — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. θυμιατήριον) жаровня для курения фимиама. … … Словарь церковнославянского языка
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
εσχάριο — το (Α ἐσχάριον) (υποκορ. τού εσχάρα) πύραυνο, μικρή κινητή εστία που χρησιμοποιείται για θέρμανση ή για μαγείρεμα μικρής ποσότητας τροφίμων, κν. μαγκάλι, φουφού νεοελλ. 1. καθεμιά από τις ισχυρές τετραγωνικές δοκούς που υποβαστάζουν την τρόπιδα… … Dictionary of Greek
θυμιατήριο — και θυμιατήρι και θυμιατερό και θυμιατό, το (ΑΜ θυμιατήριον και Α ιων. τ. θυμιητήριον) [θυμιώ] σκεύος στο οποίο καίγεται θυμίαμα, θυμιατό, λιβανιστήρι νεοελλ. σκεύος που χρησιμοποιείται για θυμίαση τού εικονοστασίου τών σπιτιών αρχ. 1. δοχείο για … Dictionary of Greek
θυμιητήριον — θυμιητήριον, τὸ (Α) ιων. τ. τού θυμιατήριον* … Dictionary of Greek
Θυσιαστήριο — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαίριου, που βρίσκεται μεταξύ των αστερισμών Κανόνα, Σκορπιού, Τηλεσκόπιου, Ταώ και Νοτίου Τριγώνου. Ο Άρατος τον ονόμαζε Θυτήριον και ο Πτολεμαίος Θυμιατήριον. Ονομάζεται επίσης Βωμός. Ο λαμπρότερος αστέρας… … Dictionary of Greek