-
1 θυμιατηρίω
-
2 θυμιατηρίῳ
-
3 καθοπλίζω
A equip, arm fully,τῇ πανοπλία Aeschin.3.154
, cf. Decr. ap.D.18.116, Aristeas 14:—[voice] Med., arm oneself fully, Batr.122, 160, Plb.3.62.7, Plu.Phil.9, etc.; παντοπλίας κ. arm oneself in.., LXX 4 Ma.3.12:—[voice] Pass., to be so armed, X.Cyr.2.1.11;καθωπλισμένοι εἰς τὰ Μακεδονικά D.S.19.27
; θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος furnished with.., LXX 4 Ma.7.11: metaph., καλοκἀγαθίᾳ ib.11.22.II array, set in order: metaph., τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα δύο φέρειν so ordering that which is not well as to.., S.El. 1087 (lyr., Sch. καταπολεμήσασα τὸ αἰσχρὸν καὶ νικήσασα).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθοπλίζω
См. также в других словарях:
θυμιατηρίῳ — θῡμιᾱτηρίῳ , θυμιατήριον censer neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοπλίζω — (Α καθοπλίζω) εφοδιάζω, εξοπλίζω εντελώς, αρματώνω με όλα τα όπλα («καθοπλίσας τῆδε τῆ πανοπλίᾳ», Αισχίν.) αρχ. 1. καταπολεμώ, κατανικώ κάποιον («τὸ μὴ καθοπλίσασα», Σοφ.) 2. παθ. καθοπλίζομαι α) είμαι εφοδιασμένος, εξοπλισμένος εντελώς («ὑμᾱς… … Dictionary of Greek