-
1 θῡμιητήριον
θῡμιητήριον, τό, ion. = ϑυμιατήριον, Her. 4, 162.
-
2 θυμιητήριον
θῡμιητήριον, θυμιατήριονcenser: neut nom /voc /acc sg (ionic) -
3 θῡμιᾱτήριον
θῡμιᾱτήριον, τό, dasselbe; Thuc. 6, 46; Andoc. 4, 29; Dem. 24, 183; Sp. S. das ion. ϑυμιητήριον.
-
4 θυμιατηριον
ион. θῡμιητήριον τό курительница для благовоний, кадильница Her., Thuc., NT.
См. также в других словарях:
θυμιητήριον — θυμιητήριον, τὸ (Α) ιων. τ. τού θυμιατήριον* … Dictionary of Greek
θυμιητήριον — θῡμιητήριον , θυμιατήριον censer neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμιατήριο — και θυμιατήρι και θυμιατερό και θυμιατό, το (ΑΜ θυμιατήριον και Α ιων. τ. θυμιητήριον) [θυμιώ] σκεύος στο οποίο καίγεται θυμίαμα, θυμιατό, λιβανιστήρι νεοελλ. σκεύος που χρησιμοποιείται για θυμίαση τού εικονοστασίου τών σπιτιών αρχ. 1. δοχείο για … Dictionary of Greek