Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θῡμιητήριον

См. также в других словарях:

  • θυμιητήριον — θυμιητήριον, τὸ (Α) ιων. τ. τού θυμιατήριον* …   Dictionary of Greek

  • θυμιητήριον — θῡμιητήριον , θυμιατήριον censer neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμιατήριο — και θυμιατήρι και θυμιατερό και θυμιατό, το (ΑΜ θυμιατήριον και Α ιων. τ. θυμιητήριον) [θυμιώ] σκεύος στο οποίο καίγεται θυμίαμα, θυμιατό, λιβανιστήρι νεοελλ. σκεύος που χρησιμοποιείται για θυμίαση τού εικονοστασίου τών σπιτιών αρχ. 1. δοχείο για …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»