Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θρυμματίς

См. также в других словарях:

  • θρυμματίς — θρυμματίς, ίδος, ἡ (Α) [θρύμμα] είδος πλακούντα με λίπος, σιμιγδάλι και σύκα …   Dictionary of Greek

  • θρυμματίς — a sort of cake fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυμματίδα — θρυμματίς a sort of cake fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυμματίδες — θρυμματίς a sort of cake fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθρυμματίς — ἐνθρυμματίς και ἐνθριμματίς, η (Α) [θρυμματίς] είδος πίτας ή βουτήματος (με κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί), το ένθρυπτον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»