-
1 θρυμματις
См. также в других словарях:
θρυμματίς — θρυμματίς, ίδος, ἡ (Α) [θρύμμα] είδος πλακούντα με λίπος, σιμιγδάλι και σύκα … Dictionary of Greek
θρυμματίς — a sort of cake fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυμματίδα — θρυμματίς a sort of cake fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυμματίδες — θρυμματίς a sort of cake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθρυμματίς — ἐνθρυμματίς και ἐνθριμματίς, η (Α) [θρυμματίς] είδος πίτας ή βουτήματος (με κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί), το ένθρυπτον … Dictionary of Greek