-
1 θούρις
-
2 θοῦρις
-
3 θοῦρις
-
4 θουρις
-
5 θοῦρις
-
6 θοῦρις
-
7 θορο-ποιός
θορο-ποιός, Saamen hervorbringend, Erkl. von ϑοῦρις, E. M. 453, 52.
-
8 θούρι
-
9 θοῦρι
-
10 θούριν
-
11 θοῦριν
-
12 θούριδες
θού̱ριδες, θοῦριςfem nom /voc pl -
13 θούριδος
θού̱ριδος, θοῦριςfem gen sg -
14 θοροποιός
θορο-ποιός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θοροποιός
-
15 θοῦρος
A rushing, impetuous, furious, Hom. (only in Il.), as epith. of Ares, 15.127,al. (of the planet Mars, Doroth. ap. Heph.Astr.1.1); , cf. Fr. 199; ;ἀνὴρ Γαλάτης Eleg.Alex.Adesp.2.14
:—fem. [full] θοῦρις, ῐδος, ἡ, epith. of ἀλκή, Od.4.527, Il.7.164, al.; θ. ἀσπίς, prob. the shield with which one rushes to the fight, 11.32;αἰγίς 15.308
. -
16 ὀνοθήρας
A oleander, Nerium Oleander, Thphr.HP9.19.1, Dsc.4.117.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνοθήρας
-
17 θοῦρος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θοῦρος
-
18 βουνός
Grammatical information: m.Meaning: `hill' (Hdt.).Other forms: βουνός στιβάς, κύπριοι H.Derivatives: βοῦνις f. `hilly' (A.; cf. θοῦρις Schwyzer 464). Plant names βουνιάς `Brassica napus' (Agatharch.) and βούνιον `Bunium ferulaceum' (Dsc.), cf. Strömberg Pflanzennamen 117. βουνίτης epithet of Pan, but reinterpreted as containing βοῦς; Dor. βωνίτης, Redard, Noms en - της 39; also βωνίτης.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Acc. to Hdt. 4, 199 Cyrenaean, but the word is Dorian (Solmsen, Berliner Phil. Wochenschrift 1906, 756f.). A dialectal word that was spread in Hellenistic times (DELG). - Fur. 08, 213 cites μουνιάς, μουνιαδικόν as variants of βουνιάς, which may points to Pre-Gr. origin. He further adduces Basque muno `hill'. Further he refers to προύνους βουνοὺς H. - Fur. 213 n. 53 thinks that βουνός στιβάς (`bed of straw') derives from βῡ́νω(?)Page in Frisk: 1,260Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βουνός
-
19 θοῦρος
Grammatical information: adj.Meaning: `rushing, impetuous, furious' (Il.),Derivatives: θοῦρις, - ιδος f. (Hom., H.), θουράς (Nic., Lyc.; cf. Chantraine Formation 354f.); formal lengthening θούριος `id.' (trag.; Chantraine 37); also θουραῖος, θουρήεις a. o. (H.); denomin. ptc. pl. f. θουρῶσαι ( θουράω) with acc. `rushing towards' (Lyc. 85).Etymology: From *θόρ-Ϝος, either directly from the aorist θορεῖν or as transformation of an u-stems *θόρ-υ-ς (cf. μανός \< *μαν-Ϝ-ός, στενός \< *στεν-Ϝ-ός a. o.); s. Bechtel Lex. s. v. - Not to ἀθύρω (s. v.) (Persson Stud. 59); or to θύω (Ehrlich KZ 39, 571).Page in Frisk: 1,678Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θοῦρος
См. также в других словарях:
θούρις — θοῡρις, ιδος, ἡ (Α) θούρος (στον Όμ. πάντοτε με τα ουσ. αλκή, αιγίς, ασπίς) α) «θούριδος ἀλκῆς» τής πολεμικής ορμής, Ομ. Οδ. β) «θοῡρις ἀσπίς» η ασπίδα με την οποία ορμάει κανείς στη μάχη, Ομ. Ιλ. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θούρος*] … Dictionary of Greek
θοῦρις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοῦρι — θοῦρις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοῦριν — θοῦρις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θούρος — θοῡρος, ον, θηλ. και θοῡρις (Α) 1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός 2. (στην Ιλ.) επίθετο τού θεού Άρεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θορ Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ είν τού θρώσκω* είτε ως μεταπλασμός θ. σε υ: *θόρ υς (πρβλ. μανός < *μαν F ός,… … Dictionary of Greek
дурной — укр. дурний глупый, сумасшедший , блр. дурны, дурь ж. Родственно лит. su padùrmu бурно, стремительно , padùrmai стремительно , др. прусск. dūrai боязливо , греч. θοῦρος стремительный, напористый , θοῦρις ἀλκή бурная, неистовая сила ; см.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
συμφράδμων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. σύμβουλος («συμφράδμων Ὀδυσῆι παρίστατο θοῡρις Ἀθήνη», Τρυφιόδ.) 2. αρμονικός 3. φρ. «συμφράδμονα θέσθαί τινα» το να κάνει κανείς κάποιον σύμβουλό του (Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφράζομαι «συσκέπτομαι, συμβουλεύω» + επίθημα μων… … Dictionary of Greek
θούριδες — θού̱ριδες , θοῦρις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θούριδος — θού̱ριδος , θοῦρις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)