Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μουνιαδικόν

См. также в других словарях:

  • μουνιαδικόν — μουνιαδικόν, τὸ (Α) [μουνιάς] το μονοετές ποώδες φυτό βουνιάς, τής οικογένειας τών σταυρανθών, τού οποίου το είδος erucago απαντά και στην Ελλάδα και οι βλαστοί του, γνωστοί ως βρούβες ή αγριοβλάσταρα, τρώγονται ως λαχανικό …   Dictionary of Greek

  • μουνιάς — μουνιάς, ἡ (Α) μουνιαδικόν*, βουνιάς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»