-
1 ἐλαύνω
Grammatical information: v.Meaning: `drive, push, beat out (metal)', intr. `drive, ride' (on the meaning in the Epos cf. Trümpy Fachausdrücke 95f., 115f.);Other forms: also ἐλάω in inf. ἐλάᾱν, ptc. ἐλάων, impf. ἔλων (Hom.), ipv. ἔλα (Pi.), ἐλάτω, - άντω, - άσθω (Dor. inscr.) etc. (further Schwyzer 681f.), aor. ἐλάσ(σ)αι, - ασθαι, fut. ἐλάω, perf. med. ἐλήλαμαι (Il.), - ασμαι (Hp. usw.), act. ἐλήλακα (Hdt.), aor. pass. ἐλα(σ)θῆναι (Hdt.)Derivatives: Nomina actionis: ἔλασις `march (of an army), ride, expulsion etc.' (Ion.-Att.), often of the prefixed verbs: δι-, ἐξ-, ἐπ-, περι-έλασις etc. (see Holt Les noms d'action en - σις, s. index); rare ἐλασία `ride, march' (X.) with ἀπ-, ἐξ-, ἐπ-ελασία (hell.), after βο-ηλασία etc. (from βο-ηλατέω, - άτης), cf. Schwyzer 468f., Chantr. Form. 83f.; ἔλασμα `chased metal, tin, probe' (Ph. Bel., Gal.) with ἐλασμάτιον (Delos IIa, Dsc.); ἐλασμός = ἔλασμα, ἔλασις (Aristeas); ἔλατρον `flat cake' (Miletos Va), vgl. ἐλατήρ. Nom. agentis: ἐλατήρ `driver' (Il.) with ἐλατήριος `driving off' (A. Ch. 968 [lyr.]), normally `carrying away, purging', n. `purgative' (Hp.; s. Andre Les ét. class. 24, 41); ἐλατήρ `flat cake' (Com.); ἐλάτης `driver' (E. Fr. 773, 28 [lyr.]) from βοηλάτης (with βοηλατέω, - σία, s. above), ἱππηλάτης, Fraenkel Nom. ag. 2, 31f.; ἐλάστωρ `id.' ( App. Anth. 3, 175); ἐλαστής `id.' (EM); ἐλατρεύς ὁ τρίτην πύρωσιν ἔχων τοῦ σιδήρου παρὰ τοῖς μεταλλεῦσιν H.; see Boßhardt Die Nomina auf - ευς 82f.; also as PN (θ 111); s. Boßhardt 120. Verbal adj.: ἐλατός `malleable, beaten' (Arist.), ἐξ-ήλατος `beaten' (Μ 295; several compounds like ἱππ-ήλατος, θε-ήλατος (Ion.-Att.); ἐλαστός `id.' (pap.). - Desiderat. ἐλασείω (Luc.), iterative preterite ἐλάσασκεν (Β 199). - On ἐλασᾶς and ' Ελάστερος s. vv.Etymology: Basis is ἐλᾰ- \< * h₁elh₂-; ἐλαύνω from a verbal noun *ἐλα-Ϝαρ, ἐλα-υν- (to ἐλά-ω like *ἀλε-Ϝαρ, ἀλέ-(Ϝ)ατα to ἀλέω, s. v.). A sec. formation is ἐλαστρέω (s. Έλάστερος s. v). - No certain cognate. (Arm. eɫanim `become' is improbable. Arm. elanem `go out, up' belongs to the verbs in - anem = gr. - άνω). For the Celtic nā-present OIr. ad-ellaim `go to, visit' could belong to πίλναμαι. Other Celtic forms have ( p)el-.Page in Frisk: 1,482-483Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐλαύνω
-
2 δημήλατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημήλατος
-
3 διφρήλατος
διφρ-ήλᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διφρήλατος
-
4 δυσήλατος
δῠσ-ήλᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσήλατος
-
5 κωπήλατος
κωπ-ήλᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωπήλατος
-
6 μονήλατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονήλατος
-
7 νεήλατος
A newly-forged, Id.II (cf. ἐλατήρ III, ἔλατρον) freshly rolled out: νεήλατα, τά, new cakes, D.18.260 (expld. by Harp. fr. ἀλέω A).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεήλατος
-
8 οἰστρήλατος
οἰστρ-ήλᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰστρήλατος
-
9 σφυρήλατος
2 of statues, opp. to those of cast metal ( χωνευτά (, εἰκὼ χρυσέην σ. ἐποιήσατο Hdt.7.69
; Παλλὰς χρυσῆ ς. AP14.2, cf. Str.8.6.20, D.S.18.26, etc.;σ. οἷα κολοσσός Theoc.22.47
, cf. Epigr. ap. Phot. s.v. Κυψελιδῶν ἀνάθημα; σ. ἐν Ὀλυμπίᾳ στάθητι Pl.Phdr. 236b.II metaph., wrought as of iron,σ. ἀνάγκαι Pi.Fr. 207
;σ. φιλία Plu.2.65b
; σ. νοῦς, like Homer's πυκινὸς νόος, ib.408e,511b;σ. λόγος Luc.Dem.Enc.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφυρήλατος
-
10 χαλκήλατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκήλατος
-
11 χρυσήλατος
χρῡσ-ήλᾰτος, ον, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσήλατος
-
12 ψυχρήλατος
ψυχρ-ήλᾰτος, ον, (Aἐλαύνω 111.1
) cold-forged, of iron implements, Plu.2.434a, Asclep. Myrl. ap. Ath.11.501b, Ath.Mech.17.2, Plu.Brut.1: γράψας ψυχρηλάτω (sic)τινὸς τὸ ὄνομα PMag.Par.1.1848
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχρήλατος
-
13 ἀργυρήλατος
ἀργῠρ-ήλᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυρήλατος
-
14 ἁμαξήλατος
ἁμαξ-ήλᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξήλατος
-
15 ἁρματήλατος
ἁρμᾰτ-ήλᾰτος, ον,2 ὁδὸς ἁ. road for chariots, Archyt. ap. Iamb.Protr. 4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρματήλατος
-
16 ὁλοσφυρήλατος
A v.l. -σφύρητος, v. foreg.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλοσφυρήλατος
-
17 ἐξήλατος
ἐξ - ήλατος ( ἐλαύνω): beaten out, hammered, Il. 12.295†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐξήλατος
-
18 ἱππήλατος
ἱππ-ήλατος: passable with chariots, adapted to driving horses. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἱππήλατος
-
19 σφῦρα
Grammatical information: f.Meaning: `hammer, beetle' (γ 434, Hes. Op. 425, Hdt., A., com., Arist.), metaph. `strip of earth between two furrows' (Poll. 7, 145), as surface-measure (Daulis IIp), = τῆς σπορίμου γῆς τὸ μέτρον with ὁμό-σφυρος = ὁμόχωρος H.; name of a fish H. (cf. σφύραινα below).Compounds: Compp., e.g. σφυρ-ήλατος `wrought with the hammer, of wrought labour, sound' (Hdt., Pi., A., Pl. etc.) with - έω (Ph.).Derivatives: Demin. σφυρ-ίον n. (hell.), σφύρ-αινα f. name of a fish, bicuda (Stratt., Arist. etc.), after the form of the body (Strömberg 35); - ηδόν `hammer-like' (Philostr.); - ωσις f. `the hammering, forging' (Didyma IIa), = δίάροσις H., - ήματα τὰ σιδήρια, ὅτι οὐ χεῖται H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: As zero grade formation beside σφαῖρα σφῦρα belongs prob. like σφυρόν (s. v.) to σπαίρω a. cogn. [impossible because of the σφ-]. As in the case of σφαῖρα, σπεῖρα, μοῖρα a.o. the formal proceß remains unclear; PGr. *σφύρ-ι̯α beside σφυρ-όν can be understood both as primary deriv. "the beating, bumping" and as secondary deriv. "beating, bumping apparatus, (hand)hammer, stamper". On an older word for `stone hammer' s. ἄκμων. Cf. also τύκος.Page in Frisk: 2,834-835Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφῦρα
См. также в других словарях:
σφυρήλατος — (I) η, ο / σφυρήλατος, ον, ΝΜΑ (για μέταλλα) αυτός που έχει σφυρηλατηθεί, που έχει υποστεί κατεργασία με σφυρηλασία αρχ. 1. μτφ. α) αυτός που είναι τόσο σκληρός ή τόσο στερεός σαν να έχει συγκροτηθεί από σίδηρο (α. «φιλίαν... σφυρήλατον», Πλούτ.… … Dictionary of Greek
εξήλατος — ἐξήλατος, ον (Α) σφυρηλατημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηλατος (< ελαύνω, πρβλ. χαλκ ήλατος, χρυσ ήλατος)] … Dictionary of Greek
ιππήλατος — η, ο (Α ἱππήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία») αρχ. 1. αυτός που διατρέχεται από άλογα, κατάλληλος για ιππασία ή αρματοδρομία («ἱππήλατος ὁδός» αμαξιτός δρόμος, Λουκιαν.) 2. εύκολος, ευχερής 3. εύκολα προσιτός… … Dictionary of Greek
κιρκήλατος — κιρκήλατος, ον (Α) αυτός που καταδιώκεται από τον κίρκο («κιρκηλάτου ἀηδόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίρκος + ήλατος (< ἐλαύνω «οδηγώ, διώκω»), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
κωπήλατος — η, ο (Α κωπήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που κινείται με κουπιά («κωπήλατο σκάφος») αρχ. αυτός που μοιάζει με κουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
λυκήλατος — λυκήλατος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) το χέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ήλατος (< ἐλατός < ἐλαύνω), πρβλ. θε ήλατος, τροχ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ρινήλατος — ον, ΜΑ αυτός που ανιχνεύεται με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος, κωπ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
χαλκήλατος — ον, ΜΑ, και ποιητ. τ. χαλκέλατος Α κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χαλκό («χαλκήλατα ὅπλα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ ήλατος, χρυσ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
ευήλατος — η, ο (Α εὐήλατος, ον) (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά αρχ. 1. αυτός πάνω στον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά… … Dictionary of Greek
μονήλατος — μονήλατος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο έλασμα σιδήρου, ο μονοκόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ήλατος (< ελατός < ἐλαύνω), πρβλ. θε ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek