Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἱππηλάτης

См. также в других словарях:

  • ἱππηλάτης — driver of horses masc nom sg (epic) ἱ̱ππηλάτης , ἱππηλατέω ride imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἱππηλατέω ride imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππηλάτης — ο (ΑΜ ἱππηλάτης και ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.) νεοελλ. ιππέας ιπποδρομίου, αναβάτης, αυτός που τρέχει πάνω σε άλογο σε ιππικούς αγώνες, κν. τζόκεϋ || (μσν. αρχ.) αυτός που οδηγεί ίππο ή άρμα αρχ. 1. ο μαχόμενος έφιππος ή πάνω σε άρμα,… …   Dictionary of Greek

  • ἱππηλάτα — ἱππηλάτης driver of horses masc nom sg (epic) ἱππηλάτᾱ , ἱππηλάτης driver of horses masc nom/voc/acc dual ἱππηλάτης driver of horses masc voc sg ἱππηλάτᾱ , ἱππηλάτης driver of horses masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλάται — ἱππηλάτης driver of horses masc nom/voc pl ἱππηλάτᾱͅ , ἱππηλάτης driver of horses masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλατῶν — ἱππηλάτης driver of horses masc gen pl ἱππηλατέω ride pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλάταις — ἱππηλάτης driver of horses masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλάτην — ἱππηλάτης driver of horses masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλάτῃ — ἱππηλάτης driver of horses masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελάσιππος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άρχοντας της Ατλαντίδας, ο οποίος αναφέρεται από τον Πλάτωνα. Ήταν δίδυμος αδελφός του Μήστορα και γιος του Ποσειδώνα και της Κλειτούς, της κόρης του Ευήνορα και της Λευκίππης. 2. Ζωγράφος από την Αίγινα, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • ἱππηλάτας — ἱππηλάτᾱς , ἱππηλάτης driver of horses masc nom sg (epic doric aeolic) ἱππηλάτᾱς , ἱππηλάτης driver of horses masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηλάτης — βοηλάτης, ο (θηλ. άτις, η) (Α) 1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης 2. ο βουκόλος 3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν 4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν 5. φρ. «βοηλάτης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»