-
101 ὄναρ
-
102 σκιά
-
103 ἀνάθεμα
-ατος + τό N 3 6-13-1-0-1=22 Nm 21,3; Lv 27,28(bis); Dt 13,16.18anything devoted to destruction, an accursed thing (semit., rendering Hebr. חרם) Dt 13,18ἀναθέματι ἀναθεματιεῖτε αὐτὴν you shall devote it to evil or destruction, you shall curse it Dt 13,16; πᾶν δὲ ἀνάθεμα, ὃ ἐὰν ἀναθῇ ἄνθρωπος every thing devoted to destruction that a man has dedicated Lv 27,28; Ἀνάθεμα Anathema (name of a city) Nm 21,3see ἀνάθημαCf. DEISSMANN 1901, 342; HARLÉ 1988, 214; MENESTRINA 1979, 12; VAN UNNIK 1973, 113-126;→NIDNTT; TWNT -
104 ἀνατίθημι
+ V 2-2-2-0-3=9 Lv 27,28.29; 1 Sm 31,10; 2 Sm 6,17; Mi 4,13A: to set up and leave (in a place) [τι] 1 Sm 31,10M: to lay upon, to communicate [τί τινι] Mi 7,5; to refer [περί τινος] 2 Mc 3,9πᾶν δὲ ἀνάθεμα, ὃ ἐὰν ἀναθῇ ἄνθρωπος all devoted things, that a man has dedicated to destruction(semit., render-ing MT שׁאי יחרם רשׁא אך־כל־חרם) Lv 27,28 see ἀνάθεμαCf. HELBING 1928, 220; →TWNT -
105 γεωργός
-ός,-όν + A 2-1-6-0-1=10 Gn 9,20; 49,15; Jer 14,4; 28(51),23; 38(31),24tilling the ground; (ὁ) γεωργός farmer, husbandman Wis 17,16 -
106 εἰρήνη
-ης + ἡ N 1 7-92-80-46-69=294 Gn 15,15; 26,29; Ex 18,23; Lv 26,6; Nm 6,26peace 1 Mc 12,22; peace treaty Ezr 5,7stereotypical rendition of לוםשׁ(semit.): prosperity, welfare (of pers.) Jgs 6,23; prosperity (of land) Lv 26,6; eternal rest Wis 3,3καὶ εἶπεν Εἰρήνη and he said, "Peace!" or "All is well!" 2 Kgs 5,22; ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου my friend Ps 40(41),10, cpr. Jer 20,10; 45(38),22; ἠρώτησαν αὐτὸν εἰς εἰρήνην they greeted him, they inquired after his health JgsB 18,15; ἐπηρώτησεν εἰς εἰρήνην Ιωαβ καὶ εἰς εἰρήνην τοῦ λαοῦ καὶ εἰς εἰρήνηντοῦ πολέμου he asked how Joab and the people were doing and how the war was getting along 2 Sm 11,7Cf. GEHMAN 1966=1972 107-108; GÖTTSBERGER 1906, 246; LARCHER 1983, 277-278; SANTI AMANTINI1979, 467-495; SPICQ 1982, 215-230; TOV 1987, 151; VAN LEEUWEN 1940, 13-117; →NIDNTT; TWNT -
107 ἐλπίς
-ίδος + ἡ N 3 1-7-29-43-36=116 Dt 24,15; JgsA 18,7(bis).9; JgsB 18,7hope, expectation 2 Chr 35,26; basis of one’s hope, expectations Ps 13(14),6ὁ ἄνθρωπος ὃς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ᾽ ἄνθρωπον the man who trusts in man Jer 17,5*Is 28,10 ἐλπίδα ἐπ᾽ ἐλπίδα hope upon hope-⋄קוה for MT לקו קו line upon line? cpr. Is 28,13.17; *Ps 59(60),10 τῆς ἐλπίδος μου of my hope-רחצי ⋄ַחץ ְר (Aram.) for MT רחצי⋄ַחץ ָר (Hebr.) my washing or my wash(basin)Cf. GRIBOMONT 1959, 79-82; HORSLEY 1982, 77; LARCHER 1983 279-280.297; SCHAPER 1994 56. 60(Ps 59(60),10); VAN MENXEL 1983; →LSJ RSuppl; NIDNTT; TWNT -
108 καταλύω
+ V 9-10-17-5-25=66 Gn 19,2(bis); 24,23.25; 26,17to put down, to destroy [τι] Ezr 5,12; to take down, to roll up (a tent) [τι] Is 38,12; to dissolve, to break up, to put down [τι] 4 Mc 1,11; to abolish, to annul [τι] 4 Mc 5,33; to dismiss [τι] 2 Chr 23,8; to put down, to destroy [τινα] Ps 8,3; to deprive of [τινα ἀπό τινος] Ps 88(89),45; to put an end to sthsomewhere [τι ἔκ τινος] Jer 7,34; to lodge, to live in Gn 24,23; id. [τι] Jer 30,10(49,16); to settle Sir 43,20; to give a rest to [τινα] 2 Sm 17,8; to resort to [πρός τι] Sir 27,9καταλύσουσιν ἐν ὀλισθήμασιν πόδας σου they will cause your feet to fail Jer 45(38),22*Jer 44(37),13 ἄνθρωπος παρ᾽ ᾧ κατέλυε a man with whom he lodged -קפדת? קפד for MT פקדת a sentinel, cpr. Is 38,12; *Ez 16,8 καιρὸς καταλυόντων a time of resting-דרים עת דורI for MT דדים עת age for love; *Ez 21,35 μὴ καταλύσῃς stay not -תגרה אל? or תעבר אל for MT תערה אל to its sheath, cpr. Jer 28(51),35Cf. BARR 1985, 71-72; CAIRD 1976, 81; DORIVAL 1994, 53-54; HARL 1986a, 64; KATZ 1946a, 319-324;→SCHLEUSNER(Jer 44(37),13; Ez 21,35) -
109 πόρνος
-ου + ὁ N 2 0-0-0-0-2=2 Sir 23,17(bis)fornicator, ἄνθρωπος πόρνος whore-monger -
110 ῥαπίζω
+ V 0-1-1-0-1=3 JgsB 16,25; Hos 11,4; 1 Ezr 4,30to strike, to thrash [τινα] JgsB 16,25ὡς ῥαπίζων ἄνθρωπος ἐπὶ τὰς σιαγόνας αὐτοῦ like a man that smites (another) on his cheeks, like a man that slaps (sb) in the face Hos 11,4; ἐρράπιζεν τὸν βασιλέα τῇ ἀριστερᾷ he struck the king with his left hand 1 Ezr 4,30→MM -
111 συντηρέω
+ V 0-0-1-7-30=38 Ez 18,19; Prv 15,4; DnLXX 3,23.30; 4,26(23)to keep or preserve closely [τινα] Tob 1,11; id. [τι] Prv 15,4; to keep close, to treasure up in one’s memory [τι] Sir 39,2; to observe strictly [τι] Sir 2,15ἄνθρωπος ἀνθρώπῳ συντηρεῖ ὀργήν one man cherished anger against another, they bore each other a grudge Sir 28,3→TWNT -
112 ψευδής
-ής,-ές + A 2-9-44-31-23=109 Ex 20,16; Dt 5,20; Jgs 16,10; Jgs 16,13lying, false (of pers.) Prv 21,28; false Ex 20,16; untrue Tob 3,6; vain Ps 32(33),17; (ὁ) ψευδής liar Prv 28,6; ψευδῆ false things, lies Jgs 16,10ἄνθρωπος ψευδής liar Sir 20,26*Jer 6,6 (πόλις) ψευδής the lying (city)-קרשׁה (העיר) for MT הפקד (העיר) (the city) to be visitedCf. BARTHÉLEMY 1986 504-505(Jer 6,6); DODD 1954, 79; →NIDNTT; TWNT -
113 αἰσχύνη
A shame, dishonour,ἐς αἰσχύνην φέρει Hdt.1.10
, cf. 3.133; αἰσχύνην φέρει, ἔχει, S.Tr.66, E.Andr. 244, etc.; αἰ. περιίσταταί με, συμβαίνει μοι, D.3.8, 18.85;αἰσχύνῃ πίπτειν S.Tr. 597
;περιπίπτειν X.HG7.3.9
;αἰσχύνην περιάπτειν τῇ πόλει Pl.Ap. 35a
;αἰ. προσβάλλειν τινί Id.Lg. 878c
;ἐν αἰ. ποιεῖν τὴν πόλιν D.18.136
;ἡ τῶν πραγμάτων αἰ. 1.27
.2 αἰ. γυναικῶν dishonouring of women, Isoc.4.114 (pl.), 12.259 (pl.); γράφεσθαί τινα γένους αἰσχύνης for dishonour done to his race, Pl.Lg. 919e.3 concrete, of a person, αἰ. φίλοις, πάτρᾳ, Thgn.1272, A.Pers. 774;ἄνθρωπος αἰ. τῆς πόλεως γεγονώς Aeschin.3.241
; of a decree, ib.105.2 like αἰδώς, sense of shame, honour,πᾶσαν αἰ. ἀφείς S.Ph. 120
; ; δι' αἰσχύνης ἔχειν τι to be ashamed of, Id.IT 683; αἰσχύνην ἔχειν τινός for a thing, S.El. 616;αἰ. ἐπί τινι Pl.Smp. 178d
;ὑπέρ τινος D.4.10
; joined with δέος, S.Aj. 1079; with ἔλεος and αἰδώς, Antipho 1.27 :—rare in pl.,πτήσσουσαν αἰσχύνῃσιν S.Fr.659.9
; ἐν αἰσχύναις ἔχω I hold it a shameful thing, E.Supp. 164.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσχύνη
-
114 αὐτοάνθρωπος
αὐτο-άνθρωπος, ὁ,II a very man, of a statue, Luc.Philops.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοάνθρωπος
-
115 βλάξ
A stolid, stupid, Pl.Grg. 488a;β. καὶ ἠλίθιος X.Cyr. 1.4.12
;β. καὶ ἄφρων Arist.EE 1247a18
;θεὸς κολάζει τοὺς βλᾶκας X.Oec.8.16
, cf. Plb. 16.22.5;β. ἄνθρωπος Heraclit.87
: usually of persons, but β. ἵππος, opp. θυμοειδής, X.Eq.9.12: [comp] Comp. βλακότερος or- ώτερος Id.Mem.4.2.40
: [comp] Sup. βλακότατος or - ώτατος (but - ίστατος ap.Ath.) ib.3.13.4.II name of a fish, ὃς ἐν τῷ συνουσιάζειν δυσαπολύτως ἔχει, Erot. s.v. βλακεύειν. (Perh. βλᾱ- < μλᾱ-, cf. Skt. ml[amacracute]yati 'become soft', μαλακός: Hsch., ἀπό τινος ἰχθύος δασώδους (leg. δυσώδους).) -
116 βοάνθρωπος
βο-άνθρωπος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοάνθρωπος
-
117 βούλιμος
βούλῑμ-ος, ὁ,A = βουλιμία, Id.2.693f, Erasistr. ap. Gell.16.3.9, Sor.2.4, etc.;β. ἐσθ' ἅνθρωπος Alex.135.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούλιμος
-
118 γελαστικός
A able to laugh, S.E.P.2.211, Simp.in Ph.104.27;τό γ. Antig.Mir. 175
, Iamb.Protr.21. κσ; ἄνθρωπος γελεστικόν Luc Vit.Auet.26. Adv.- κῶς Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γελαστικός
-
119 γεναρχέω
A to be the ancestor of the human race, ὁ γεναρχῶν ἄνθρωπος (of the Gnostic πρωτάνθρωπος) lamb.Myst.10.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεναρχέω
-
120 γηγενής
2 earthborn, of primeval men,Ἐρεχθεύς Hdt.8.55
; ;τοὺς ἔμπροσθεν φύεσθαι γηγενεῖς καὶ μὴ ἐξ ἀλλήλων γεννᾶσθαι Pl.Plt. 269b
, cf. Arist.GA 762b29; of the Thebans, Trag.Adesp.84;γ. πρωτοπλάστης LXX Wi.7.1
; of body, opp. soul, Pl.Lg. 727e.3 οἱ γ. the dead, the shades, ib.Pr. 2.18, 9.18.II born of Gaia, of Titans and Giants, Batr.7, A.Pr. 353, E.Ba. 996 (lyr.);ὁ γ. στρατὸς Γιγάντων S.Tr. 1058
; τὴν ἐπὶ τῶν γηγενῶν (sc. ἀναστροφήν), opp. civilized life, Phld.Sto.Herc.339.19: in Com. with an insinuation of impiety, Ar.Nu. 853; (but also boorish,βῶλος, ἄροτρον, γ. ἄνθρωπος Alex.108.5
); of things, Titanic, i.e. portentous,γηγενεῖ φυσήματι Ar.Ra. 825
: [comp] Sup. - έστατος most earthy, i. e. limited in intelligence, Procl.in Prm.p.763 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γηγενής
См. также в других словарях:
ἅνθρωπος — ἄνθρωπος , ἄνθρωπος man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄνθρωπος ζῶον ἄπτερον. — ἄνθρωπος ζῶον ἄπτερον. См. Человек животное двуногое, бесперое … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. — ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. См. Тишком где склизко … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄνθρωπος φύσει ζῶον πολιτικόν. — ἄνθρωπος φύσει ζῶον πολιτικόν. См. Человек рожден к общежитию и дружбе … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἄνθρωπος — man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — ο 1. θηλαστικό που ανήκει στα πρωτεύοντα, δίχειρο, προικισμένο με νόηση (λογικό) και έναρθρο λόγο: Ο άνθρωπος παρουσιάστηκε στη Γη σχεδόν πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια. 2. το ανθρώπινο γένος: Ο άνθρωπος έχει μακριά ιστορία πάνω στη Γη. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου … Dictionary of Greek
Ροδεσίας, άνθρωπος της- — Όνομα που έχει δοθεί σε απολιθωμένα λείψανα (ένα κρανίο από το οποίο λείπει η κάτω γνάθος), τα οποία βρέθηκαν το 1921 σε μια σπηλιά κοντά στα ορυχεία ψευδάργυρου του Μπρόουκεν Χιλ στη Ροδεσία. Ο άνθρωπος της Ροδεσίας είναι δύσκολο να καθοριστεί… … Dictionary of Greek
Σανσελάντ, άνθρωπος του- — Απολιθωμένος τύπος ανθρώπου του ανώτερου παλαιολιθικού. Το 1888, δύο Γάλλοι αρχαιολόγοι, οι Φω και Αρντύ, εκτελώντας ανασκαφές κάτω από ένα βραχώδες καταφύγιο στην περιοχή του χωριού Σανσελάντ (Γαλλία), βρήκαν έναν ανθρώπινο σκελετό σ’ ένα στρώμα … Dictionary of Greek
Ὤρος ὄρει οὐ μίγνυται, ἄνθρωπος δ’ἀνθρώπῳ. — См. Гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдется … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)