-
1 παλαίχθων
παλαίχθωνthat has been long in a country: masc /fem nom /voc sg -
2 παλαίχθων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαίχθων
-
3 παλαίχθονος
παλαίχθωνthat has been long in a country: masc /fem gen sg -
4 παλαίχθον
-
5 παλαῖχθον
-
6 γηγενής
2 earthborn, of primeval men,Ἐρεχθεύς Hdt.8.55
; ;τοὺς ἔμπροσθεν φύεσθαι γηγενεῖς καὶ μὴ ἐξ ἀλλήλων γεννᾶσθαι Pl.Plt. 269b
, cf. Arist.GA 762b29; of the Thebans, Trag.Adesp.84;γ. πρωτοπλάστης LXX Wi.7.1
; of body, opp. soul, Pl.Lg. 727e.3 οἱ γ. the dead, the shades, ib.Pr. 2.18, 9.18.II born of Gaia, of Titans and Giants, Batr.7, A.Pr. 353, E.Ba. 996 (lyr.);ὁ γ. στρατὸς Γιγάντων S.Tr. 1058
; τὴν ἐπὶ τῶν γηγενῶν (sc. ἀναστροφήν), opp. civilized life, Phld.Sto.Herc.339.19: in Com. with an insinuation of impiety, Ar.Nu. 853; (but also boorish,βῶλος, ἄροτρον, γ. ἄνθρωπος Alex.108.5
); of things, Titanic, i.e. portentous,γηγενεῖ φυσήματι Ar.Ra. 825
: [comp] Sup. - έστατος most earthy, i. e. limited in intelligence, Procl.in Prm.p.763 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γηγενής
См. также в других словарях:
παλαίχθων — παλαίχθων, ονος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που κατοικεί κάπου για πολύ χρόνο, παλιός κάτοικος περιοχής ή χώρας («παλαίχθων δῆμος Ἀθηναίων», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + χθών, χθονός (πρβλ. αυτό χθων)] … Dictionary of Greek
παλαίχθων — that has been long in a country masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαῖχθον — παλαίχθων that has been long in a country masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίχθονος — παλαίχθων that has been long in a country masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek