Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θεσπεσίως

См. также в других словарях:

  • θεσπεσίως — θεσπέσιος divinely sounding adverbial θεσπέσιος divinely sounding masc acc pl (doric) θεσπέσιος divinely sounding adverbial θεσπέσιος divinely sounding masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπέσιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Διακρίθηκε για τη χριστιανική δράση του. Κατέστρεψε ειδωλολατρικούς ναούς και βωμούς και γι’ αυτό φυλακίστηκε και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Αλεξάνδρου Σεβήρου. Η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»