-
1 θερμότης
θερμότηςheat: fem nom sg -
2 θερμότης
II metaph., heat, passion,τοῦ Ἀχιλλέως Philostr.Her. 12b
;ἐν τῷ λέγειν Ath.1.1b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμότης
-
3 θερμότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 2,4 -
4 θερμοτήτων
θερμότηςheat: fem gen pl -
5 θερμότησι
θερμότηςheat: fem dat pl -
6 θερμότησιν
θερμότηςheat: fem dat pl -
7 θερμότητα
θερμότηςheat: fem acc sg -
8 θερμότητας
θερμότηςheat: fem acc pl -
9 θερμότητες
θερμότηςheat: fem nom /voc pl -
10 θερμότητι
θερμότηςheat: fem dat sg -
11 θερμότητος
θερμότηςheat: fem gen sg -
12 θερμότητ'
θερμότητα, θερμότηςheat: fem acc sgθερμότητι, θερμότηςheat: fem dat sgθερμότητε, θερμότηςheat: fem nom /voc /acc dual -
13 αἱματικός
II = ἔναιμος, of animals which have blood, opp. ἄναιμος, Arist.PA 665b5, cf. HA 489a25; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱματικός
-
14 δημοσιεύω
2 publish a book, J.Vit.65, Gal.14.62; κοινοῦν καὶ δ. τὴν χρείαν [λόγου] Plu.2.34c:—Pass, sayings that have become public property,Arist.
Rh. 1395a19.3 δ. τὴν τοῦ σώματος ὥραν prostitute it, D.H.1.84.4 [voice] Pass., to be manifested, displayed,- εύεται ἡ θερμότης τινός Steph.in Hp.1.186
D.5 [voice] Pass., to be produced as evidence, PLond.1.77.5 (vi A. D.), etc.II intr., to be in the public service, esp. of physicians in receipt of a salary from the state, Ar.Ach. 1030, Pl.Grg. 514d, POxy.40.9 (ii/iii A. D.); ([place name] Cos);δ. δωρεάν IG22.483.17
: generally, to be a public man, opp. ἰδιωτεύω, Pl.Grg. 515b, Ap. 32a; φροντίσι δ. devote oneself in every thought to the common good, Plu.2.823c; but ἐπὶ μισθῷ δ. to be a paid official, Id.Comp. Arist.Cat.6; also of things,ἐν βαλανείῳ δημοσιεύοντι Id.Phoc.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοσιεύω
-
15 διαχέω
A- χύσω Gp.7.8.4
: [tense] aor. -έχεα, [dialect] Ep. - έχευα (the only tense used by Hom.):—pour different ways, scatter,τὸν χοῦν Hdt.2.150
.b in Hom., cut up a victim into joints,αῖψ' ἄρα μιν διέχευαν Od.3.456
, cf. Il.7.316, al.;χαλκὸς ἔγκατα διέχευεν Theoc.22.203
.2 disperse,τὰ συγκεκριμένα Pl.Phlb. 46e
;ἡ θερμότης δ. τὸ ὑγρόν Arist.Pr. 869a15
; melt, fuse,χαλκόν Paus.9.41.1
; liquefy, opp. πηγνύναι, Pl.Ti. 46d;νῆα.. διέχευαν ἄελλαι A.R.3.320
; δ. ἀποστήματα disperse abscesses, Thphr.Od. 59(61); δ. ἴχνη to destroy the scent, X.Cyn.5.3:—[voice] Pass., ib.8.1:—also [voice] Med., dissolve, Nic. Al. 373.3 metaph., confound,τὰ βεβουλευμένα Hdt.8.57
.II more freq. in [voice] Pass., to be poured from one vessel into another, Hdt.6.119.3 to be dissolved, liquefied, X.Cyn. 8.1, Arist.Pr. 890b17, etc.; of a corpse, Hdt.3.16; disperse, of soldiers, X.HG7.4.34; of humours, Hp.Epid.4.45.4 metaph., to be or become diffused or relaxed, εὐφραινόμενον -χεῖται, opp. λυπούμενον συσπειρᾶται, Pl.Smp. 206d;ὑπὸ μέθης διακεχυμένος Id.Lg. 775c
, cf. Plb.8.27.4; [αἱ ἐπιθυμίαι] οὐ διαχέονται Epicur.Sent.30
;μαλακὸν καὶ διακεχυμένον βλέπειν Arist.Phgn. 813a26
;φαιδρὸν καὶ δ. πρόσωπον Plu.Alex.19
; τῆς ψυχῆς τὸ παθητικὸν διακεχυμένον ὑπὸ τοῦ λόγου Zeno ap.eund.2.82f, cf. Tryph. Trop.p.205S. -
16 ζωοποιητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωοποιητικός
-
17 θερμασία
θερμᾰσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμασία
-
18 θερμός
Aθερμὸς ἀϋτμή h.Merc. 110
, Hes.Th. 696): ([etym.] θέρω):— hot,θ. λοετρά Il.14.6
, cf. Od.8.249;θ. λουτρά Pi.O.12.19
, S.Tr. 634 (lyr.), Pl.Lg. 761c, etc.;δάκρυα Od.19.362
; of water, ib. 388; of glowing wood, 9.388;θ. καύματα Hdt.3.104
([comp] Sup.); ἦν ἄρα πυρὸςἕτερα -ότερα Ar.Eq. 382
: freq. in [dialect] Att., of hot meals or drinks, TeleclId.1.8,32, Pherecr.130.8, etc.; of blood, S.OC 622,Aj. 1411 (anap.);- οτάταν αἱμάδα Id.Ph. 696
; of fever,θ. νόσοι Pi.P.3.66
; θ. σῶμα feverish, Th.2.49.II metaph., hot-headed, hasty, freq. of persons, A.Th. 603, Eu. 560 (lyr.), Ar.V. 918, etc.;θ. καὶ ἀνδρεῖος Antipho 2.4.5
; of actions,πολλὰ καὶ θ. μοχθήσας S.Tr. 1046
;θ. ἔργον Ar.Pl. 415
;δρᾶν τι νεανικὸν καὶ θ. Amphis 33.10
;θ. ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις S.Ant.88
;θ. πόθος AP5.114
(Phld.);φάρμακον Alciphr.1.37
([comp] Comp.): c. inf.,θερμότερος ἐπιχειρεῖν Antipho 2.1.7
: [comp] Sup.,ὦ θερμόταται γυναῖκες Ar.Th. 735
.2 still warm, fresh,ἴχνη AP9.371
;ἀτυχήματα Plu.2.798f
; θ. κακά, opp. ἕωλα, ib.517f;γάμοι θ. καὶ ἴσως αὔριον Philostr. VA4.25
.2 θ. (sc. ὕδωρ), τό, hot water, θερμῷ λοῦσθαι, βάπτειν, Ar.Nu. 1044, Ec. 216;θερμῷ κεκραμένος οἶνος Gal.11.56
; also, hot drink, Arr.Epict.1.13.2.3 θερμόν, τό, grace, favour,θ. εὑρεῖν ἐν ἐρήμῳ LXXJe.38(31).2
.4 τὰ θ. (sc. χωρία) Hdt.4.29; but (sc. λουτρά), hot springs, X.HG4.5.3;τὰ θ. τοῦ Ἡρακλέους Str.9.4.2
.IV Adv. : [comp] Comp.-ότερον, ἔχειν Eub.7.1
: neut. pl. as Adv.,θερμὰ θερμὰ πηδῶσαι Herod.4.61
. -
19 περικαής
περικᾰής, ές,A exceedingly fiery, burning hot,π. πρὸς χεῖρα Hp.Coac. 154
; πρὸς τὴν ἁφήν ib. 223, cf. Aph.5.62, etc. ;χωρίον J.BJ4.8.3
;π. θερμότης Thphr.Ign.44
. Adv. -καῶς, ἔχειν τινός to be hot with love for.., Plu.Ages.11, Eun.Hist.p.274 D., cf. Id.VSp.501 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικαής
-
20 πρόσειμι
A sum), to be added to, τινι Hdt.2.99, 7.173, etc.;ἐὰν.. θερμότης τῷ δίψει προσῇ Pl.R. 437e
; to be attached to, belong to, IG12.290; ; δέος αἰσχύνη θ' ὁμοῦ, δύσνοια ἢ λύπη π. τινί, ib. 1079, El. 654; οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ π. E.Ph. 529, cf. lsoc.12.115; δυσβουλία τῇ πόλει π. Ar.Nu. 588;τῇ βίᾳ π. ἔχθραι καὶ κίνδυνοι X.Mem.1.2.10
; καὶ τὰ προσόντα καὶ τὰ μὴ περὶ ἑκάστου λέγοντες proclaiming each man's virtues, whether he had them or not, Pl.Mx. 234c; τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ one's own attributes, D.18.276, cf. Prooem.46: c. inf.,πρόσεστι γυναιξὶ.. τίκτειν Pl.Tht. 150a
.2 abs., to be present, at hand as well,τὰ δ' αὖτε χέρσῳ.. προσῆν πλέον στύγος A.Ag. 558
;ὡς ἂ ἀγνοία προσῇ S.Ph. 129
; γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ' ἐμοῦ.. π. Id.Ant. 720; τοῦ λόγου δ' οὐ χρὴ φθόνον π. Id.Tr. 251;τύχη μόνον προσείη Ar.Av. 1315
(lyr.);π. ἡ ὕβρις καὶ ἔθ' ἡ.. αἰσχύνη D.1.27
; οὐδ' ὁτιοῦν ἄλλο προσῆν there was nothing else in the world, Id.21.176; ταῦτα προσέσται this too will be ours, X.HG3.1.28; τὰς τρισχιλίας καὶ τὸ προσόν and the surplus, D.36.15.3 to be adjacent, εἰ πὸς τᾷ οἰκίᾳ μὴ πόεστι (i.e. πόσεστι = πρόσεστι) (Tegea, iv B.C.);τῆς προσούσης αὐλῆς PStrassb.87.12
(ii B.C.).------------------------------------A ibo), inf. - ιέναι, used in [dialect] Att. as [tense] fut. of προσέρχομαι, and προσῄειν as [tense] impf.:— go to or towards, approach, abs. in Hom. and Hes. in dat. and acc. of part.,χάρη δ' ἄρα οἱ προσιόντι Il.5.682
;ὡς εἶδον ζωὸν.. προσιόντα 7.308
; (lyr.);σχολαίτερον προσιόντας Th.4.47
codd.; approach a person, Id.1.130, cf. And.1.122; of an enemy,βραδέως προσῇσαν X.An.1.8.11
, etc.; of an adversary at law, (ii A.D.), cf. POxy.1101.15 (iv A.D.): c. dat. pers., approach one, Hdt.1.62, etc.; apply to a person for help, PStrassb.57.6 (ii A.D.), etc.; π. Σωκράτει visit him as teacher, X.Mem.1.2.47; π. γυναικί go in to a woman, Id.Smp.4.38 (so abs., Ocell.4.1): c. acc. loci, δῶμα, δόμους, A.Eu. 242, E.Cyc. 40: with Preps. governing acc.,εἰς.. S.El. 437
, X.HG7.5.15, etc.; πρὸς τὰς πύλας, πρὸς τὴν Λάχεσιν, Hdt.8.52, Pl.R. 620d, etc.2 in hostile sense, attack, (cf. Sch.Od.1.406, Apollon.Lex. s.v. εἶναι), cf. X.Cyr.2.4.12;τῇ πόλει Id.An.7.6.24
(dub.);πρὸς τοὺς βαρβάρους Hdt.9.100
;ἐπὶ τὸ στράτευμα X.Cyr.7.1.24
.4 come forward to speak,π. τῷ δήμῳ X.Mem.3.7.1
; π. τῇ βουλῇ, τοῖς ἐφόροις, come before.., D.19.17, Plb.4.34.5;π. πρὸς βουλὴν ἢ δῆμον X.Ath.3.3
;πρὸς τὰς ἀρχάς Th.1.90
;πρὸς τὰ κοινά Aeschin.1.165
;πρὸς τὴν πολιτείαν π. Id.3.217
(butπ. πολιτείᾳ Plu.2.1033f
): abs., come forward to speak, περὶ τῶν γεγενημένων And 1.111.5 of things, to be added,σάρκες ἐκ τῆς τροφῆς π. ταῖς σαρξί Arist.GA 723a11
, cf. GC 322a26, al.;τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει χειρὸς οὐ πληρουμένῳ A.Ag. 817
.II of Time, come on, be at hand, ἐπεὰν προσίῃ (v.l. προσῇ)ἡ ὥρη κυΐσκεσθαι τὰς ἵππους Hdt.4.30
, cf. 2.41;ἑσπέρα προσήει X.Cyr.3.2.25
; προσιόντος τοῦ θερμοῦ on the approach of heat, Pl.Phd. 103d; π. [τῶν ἀνέμων] X.Mem.4.3.14.III come in, of revenue, φόροι, ἑπτακόσια τάλαντα π., Hdt.3.89,91, cf. Th.2.13, X.Vect.4.1;τῶν τε ὄντων χρημάτων καὶ τῶν προσιόντων τοῖς θεοῖς IG12.91.26
;τὸν φόρον ἡμῖν ἀπὸ τῶν πόλεων.. προσιόντα Ar.V. 657
; τὰ προσιόντα χρήματα the public revenue, Id.Ec. 712, Lys.30.19; τὰ προσιόντα alone, Ar.V. 664;τὰ π. τῇ πόλει Lys. 21.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσειμι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θερμότης — heat fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοτήτων — θερμότης heat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότησι — θερμότης heat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότησιν — θερμότης heat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητα — θερμότης heat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητας — θερμότης heat fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητες — θερμότης heat fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητι — θερμότης heat fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητος — θερμότης heat fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητ' — θερμότητα , θερμότης heat fem acc sg θερμότητι , θερμότης heat fem dat sg θερμότητε , θερμότης heat fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαλής — ἐπαλής, ές (Α) 1. θερμός από τον ήλιο ή τη φωτιά, ευήλιος («ἐπαλέα λέσχην ὥρη χειμερίη», Ησίοδ.) 2. (κατά τη γνώμη άλλων παράγεται από το ἁλίζω = συναθροίζω και ερμηνεύουν: πλήρης, γεμάτος). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *άλεος, το ή αλέα «θερμότης, ηλιακή … Dictionary of Greek