-
1 άναιμος
-
2 ἄναιμος
-
3 ἄναιμος
II of animals, Id.PA 678a33, al.2 generally, of colour,νᾶπυ ἀναιμότερον κεχρωσμένον Aët.1.298
.3 metaph.,χλωρὰ καὶ ἄ. τὰ πράγματα Gorg.Fr.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄναιμος
-
4 αναιμότερον
ἄναιμοςbloodless: adverbial compἄναιμοςbloodless: masc acc comp sgἄναιμοςbloodless: neut nom /voc /acc comp sg -
5 ἀναιμότερον
ἄναιμοςbloodless: adverbial compἄναιμοςbloodless: masc acc comp sgἄναιμοςbloodless: neut nom /voc /acc comp sg -
6 άναιμον
-
7 ἄναιμον
-
8 αναιμοτέρα
ἀναιμοτέρᾱ, ἄναιμοςbloodless: fem nom /voc /acc comp dualἀναιμοτέρᾱ, ἄναιμοςbloodless: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
9 ἀναιμοτέρα
ἀναιμοτέρᾱ, ἄναιμοςbloodless: fem nom /voc /acc comp dualἀναιμοτέρᾱ, ἄναιμοςbloodless: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
10 αναιμοτέρας
ἀναιμοτέρᾱς, ἄναιμοςbloodless: fem acc comp plἀναιμοτέρᾱς, ἄναιμοςbloodless: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
11 ἀναιμοτέρας
ἀναιμοτέρᾱς, ἄναιμοςbloodless: fem acc comp plἀναιμοτέρᾱς, ἄναιμοςbloodless: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
12 αναιμοτέρων
-
13 ἀναιμοτέρων
-
14 αναιμότατα
-
15 ἀναιμότατα
-
16 αναιμότατον
-
17 ἀναιμότατον
-
18 άναιμα
-
19 ἄναιμα
-
20 άναιμοι
См. также в других словарях:
ἄναιμος — bloodless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άναιμος — η, ο (ΑΜ ἄναιμος, ον) αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος αρχ. αυτός που δεν χύνει αίμα (π. χ. «ἄναιμος νίκη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αιμος < αἷμα. ΠΑΡ. αναιμία αρχ. ἀναιμότης, ἀναιμωτί νεοελλ. αναιμικός. ΣΥΝΘ. ἀναιμόσαρκος] … Dictionary of Greek
άναιμος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αίμα: Υπάρχουν ζώα άναιμα. 2. αναιμικός, άτολμος: Είναι άναιμος άντρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναιμότερον — ἄναιμος bloodless adverbial comp ἄναιμος bloodless masc acc comp sg ἄναιμος bloodless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιμοτέρων — ἄναιμος bloodless fem gen comp pl ἄναιμος bloodless masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιμότατα — ἄναιμος bloodless adverbial superl ἄναιμος bloodless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιμότατον — ἄναιμος bloodless masc acc superl sg ἄναιμος bloodless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄναιμον — ἄναιμος bloodless masc/fem acc sg ἄναιμος bloodless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιμοτάτοις — ἄναιμος bloodless masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιμότατος — ἄναιμος bloodless masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιμότερα — ἄναιμος bloodless neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)