-
21 αιματικος
-
22 διασκεδαννυμι
(fut. διασκεδῶ, aor. διεσκέδασα)1) разбрасывать, раскидывать, рассеивать(ναυάγια Thuc.; ὅ ἄνεμος διασκεδάννυσίν τι Plat.; ἥ θερμότης διασκεδαννυμένη πρὸς τὸν ἄνω τόπον Arst.)
2) разгонять(ἄλλυδις ἄλλῃ Hom.; sc. πολεμίους Plut.)
3) распускать(στρατόν Her.)
4) разбивать, разрушать(σχεδίην Hom.)
5) уничтожать(γῆν καὴ νόμους Soph.)
-
23 διαχεω
(aor. διέχεα - эп.-ион. διέχευα)1) разливать, переливать2) pass. стекать(ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὸ πέλαγος Plut.)
(χῶμα διαχεῖται Thuc.)
4) разделять, разъединять(τὰ συγκεκριμένα Plat.)
5) разрубать, рассекать(βοῦν ἅπαντα Hom.)
6) растворять, распускать или разрежать(ἥ θερμότης διαχεῖ τὸν ἀέρα Arst.)
; растворяться(τὰ φάρμακα διαχοῦνται Arst.)
7) pass. испаряться8) pass. таять(διαχεῖται ἥ χιών Xen.)
9) pass. расходиться, распространяться10) pass. разбегаться(οἱ στρατιῶται διαχέοντο Xen.)
11) pass. разлагаться, истлевать(ὅ νεκρὸς τεταριχευμένος οὐδὲν διεχέετο Her.)
12) расслаблятьδιακεχυμένος Plut. — развязный13) ослаблять, притуплять(τέν αἴσθησιν τοῦ ἁπτομένου Plut.)
14) смягчать, успокаивать, утешать(λόγοις ἐπιεικέσιν Plut.)
διακεχυμένος τῷ προσώπῳ или διακεχυμένῳ προσώπῳ Plut. — с веселым лицом;εὐφραινόμενος διαχεῖται Plat. — он преисполнен радости15) разрушать, расстраивать(τὰ βεβουλευμένα τινός Her.)
-
24 εμφυτος
21) природный, естественный(θερμότης Arst.)
2) прирожденный, врожденный(ἀρετή Plat.; ὄρεξις Arst.; πικρία καὴ δυσμένεια Plut.)
πατρὸς ἔμφυτον ἄλαστον αἷμα Soph. — написанное на роду проклятье отцеубийства;ἔ. μαντική Her. — дар прорицания -
25 εξοιχομαι
(со знач. pf.)1) выйти, пойти Soph.ἐ. ἐς Ἀθηναίης Hom. — пойти в храм Афины
2) уйти, исчезнуть(ἥ θερμότης ἐξοίχεται Plut.)
-
26 επανισοω
1) совершенно уравнивать, делать вполне равным(τινα πρός τινα Thuc. и τινι Plat.)
ἐ. ἑαυτὸν τόλμῃ τῇ Πομπηΐου Plut. — сравняться в отваге с Помпеем2) уравновешивать(τέν ψυχρότητα ἥ θερμότης ἐπανισοῖ Arst.)
ἐ. ἐν σκάφει Plut. — поддерживать корабль в равновесии;ἐπανισούμενος τῷ ἐναντίῳ Arst. — уравновешенный противоположной силой -
27 επεισαγωγιμος
31) ввозимый, привозной(σῖτος Dem.; ἀγορά Plut.)
τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. — ввозные товары2) поступающий извне(θερμότης Arst.)
3) иноземный, чужой(γένος Eur.; ἐ. καὴ βάρβαρος Plut.)
-
28 εργαζομαι
(impf. εἰργαζόμην, fut. ἐργάσομαι, aor. εἰργασάμην, pf. εἴργασμαι - ион. ἔργασμαι; pass.: aor. εἰργάσθην, fut. ἐργασθήσομαι)1) работать, трудиться(ἐν γναφείῳ Lys.; πρὸς τὸν λύχνον Arst.)
ἀνάγκῃ ἐ. Hom. — заниматься принудительным трудом, т.е. быть обращенным в рабство;ἐ. ἐν τοῖς ἔργοις Dem. — работать в рудниках2) обрабатывать, обделывать(χρυσόν Hom.; ξύλα καὴ λίθους Xen.; ὅ εἰργασμένος σίδηρος Arst.)
3) (тж. ἐ. γῆν Thuc., Xen. или ἐ. ἀγρούς Xen., Plut.) возделывать землю, пахать(χαλκῷ Hes.; μετὰ τῶν οἰκετῶν Plut.)
4) разрабатывать, эксплуатировать(τὰ περὴ Λυδίαν μέταλλα Arst.)
5) ( о пчелах) вырабатывать(τὸν κηρόν Arst.)
6) производить, изготовлять(ἁμαξίδας Arph.)
7) образовывать, выделять(ἥ εἰργασμένη θερμότης Arst.)
8) перерабатывать, переваривать(τέν τροφήν Arst.)
9) строить, возводить(τὸ τεῖχος Her.; οἰκίας Plat.; οἰκοδόμημα διὰ ταχέων εἰργασμένον Thuc.)
10) вызывать, возбуждать,(φθόνον, ὀργήν Arst.)
11) создавать, ваять(ἀγάλματα Pind.; ἀνδριάντας Xen.; εἰκόνας Plat.)
12) сочинять, слагать(ὕμνους Pind.)
13) делать, творить, выполнять, совершать(κλυτὰ ἔργα Hom.; δεινὰ καὴ ἀσεβή Plat.; αἰσχρὸν ἔργον Plut.)
περὴ ἀνθρώπους ἄδικον μηδὲν ἐ. Plat. — не совершать ничего несправедливого по отношению к людям;πολλὰ καὴ καλὰ τέν Ἑλλάδα ἐ. Plat. — много прекрасного совершить для Эллады;αἴσχιστα ἐ. τινα Arph. — постыднейшим образом поступить с кем-л.;τὸ χρῆμα ἐργάζεται Arph. — дело (уже) делается, т.е. не терпит отлагательства;τὰ ἐργασμένα Eur., Her. — дела, деяния, поступки;ξηρὸν ἐ. τινα Luc. — иссушать кого-л.14) осуществлять, развивать(ἀρετήν Isocr.)
15) причинять, доставлять(πημονάς Soph.; πόθον τινί Dem.)
16) заниматься, промышлять(τὰς ἐργασίας τινάς Plat., Arst.)
ἐ. γλαυκήν Hes. (sc. θάλασσαν) — заниматься морским промыслом (т.е. морской торговлей или рыболовством)17) зарабатывать, наживать(χρήματα Her.; ἀργύριον Plat.)
18) вести торговлю, торговать(ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem.; σώματι Dem. или ἀπὸ τοῦ σώματος Polyb.)
ἐ. κατὰ θάλασσαν Dem. — вести морскую торговлю;οἱ ἐργαζόμενοι Dem. — торговцы, купцы -
29 ζωτικος
31) дающий жизнь, животворный(ἐπιθυμία Plat.; θερμότης, ὑγρόν Arst.)
2) живущий, живойζωτικὸν τοῦτο καὴ τῶν ἐμψύχων ἴδιον Arst. — это (самодвижение) есть нечто живое и свойственное существам одушевленным;
ζωτικοὺς φαίνεσθαι ποιεῖν τοὺς ἀνδριάντας Xen. — сделать (так), чтобы изваяния казались живыми3) жизненно важный(μέρη, sc. τοῦ σώματος Plut.)
-
30 θερμανσις
-
31 αἱματικός
II = ἔναιμος, of animals which have blood, opp. ἄναιμος, Arist.PA 665b5, cf. HA 489a25; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱματικός
-
32 δημοσιεύω
2 publish a book, J.Vit.65, Gal.14.62; κοινοῦν καὶ δ. τὴν χρείαν [λόγου] Plu.2.34c:—Pass, sayings that have become public property,Arist.
Rh. 1395a19.3 δ. τὴν τοῦ σώματος ὥραν prostitute it, D.H.1.84.4 [voice] Pass., to be manifested, displayed,- εύεται ἡ θερμότης τινός Steph.in Hp.1.186
D.5 [voice] Pass., to be produced as evidence, PLond.1.77.5 (vi A. D.), etc.II intr., to be in the public service, esp. of physicians in receipt of a salary from the state, Ar.Ach. 1030, Pl.Grg. 514d, POxy.40.9 (ii/iii A. D.); ([place name] Cos);δ. δωρεάν IG22.483.17
: generally, to be a public man, opp. ἰδιωτεύω, Pl.Grg. 515b, Ap. 32a; φροντίσι δ. devote oneself in every thought to the common good, Plu.2.823c; but ἐπὶ μισθῷ δ. to be a paid official, Id.Comp. Arist.Cat.6; also of things,ἐν βαλανείῳ δημοσιεύοντι Id.Phoc.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοσιεύω
-
33 διαχέω
A- χύσω Gp.7.8.4
: [tense] aor. -έχεα, [dialect] Ep. - έχευα (the only tense used by Hom.):—pour different ways, scatter,τὸν χοῦν Hdt.2.150
.b in Hom., cut up a victim into joints,αῖψ' ἄρα μιν διέχευαν Od.3.456
, cf. Il.7.316, al.;χαλκὸς ἔγκατα διέχευεν Theoc.22.203
.2 disperse,τὰ συγκεκριμένα Pl.Phlb. 46e
;ἡ θερμότης δ. τὸ ὑγρόν Arist.Pr. 869a15
; melt, fuse,χαλκόν Paus.9.41.1
; liquefy, opp. πηγνύναι, Pl.Ti. 46d;νῆα.. διέχευαν ἄελλαι A.R.3.320
; δ. ἀποστήματα disperse abscesses, Thphr.Od. 59(61); δ. ἴχνη to destroy the scent, X.Cyn.5.3:—[voice] Pass., ib.8.1:—also [voice] Med., dissolve, Nic. Al. 373.3 metaph., confound,τὰ βεβουλευμένα Hdt.8.57
.II more freq. in [voice] Pass., to be poured from one vessel into another, Hdt.6.119.3 to be dissolved, liquefied, X.Cyn. 8.1, Arist.Pr. 890b17, etc.; of a corpse, Hdt.3.16; disperse, of soldiers, X.HG7.4.34; of humours, Hp.Epid.4.45.4 metaph., to be or become diffused or relaxed, εὐφραινόμενον -χεῖται, opp. λυπούμενον συσπειρᾶται, Pl.Smp. 206d;ὑπὸ μέθης διακεχυμένος Id.Lg. 775c
, cf. Plb.8.27.4; [αἱ ἐπιθυμίαι] οὐ διαχέονται Epicur.Sent.30
;μαλακὸν καὶ διακεχυμένον βλέπειν Arist.Phgn. 813a26
;φαιδρὸν καὶ δ. πρόσωπον Plu.Alex.19
; τῆς ψυχῆς τὸ παθητικὸν διακεχυμένον ὑπὸ τοῦ λόγου Zeno ap.eund.2.82f, cf. Tryph. Trop.p.205S. -
34 ζωοποιητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωοποιητικός
-
35 θερμασία
θερμᾰσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμασία
-
36 θερμός
Aθερμὸς ἀϋτμή h.Merc. 110
, Hes.Th. 696): ([etym.] θέρω):— hot,θ. λοετρά Il.14.6
, cf. Od.8.249;θ. λουτρά Pi.O.12.19
, S.Tr. 634 (lyr.), Pl.Lg. 761c, etc.;δάκρυα Od.19.362
; of water, ib. 388; of glowing wood, 9.388;θ. καύματα Hdt.3.104
([comp] Sup.); ἦν ἄρα πυρὸςἕτερα -ότερα Ar.Eq. 382
: freq. in [dialect] Att., of hot meals or drinks, TeleclId.1.8,32, Pherecr.130.8, etc.; of blood, S.OC 622,Aj. 1411 (anap.);- οτάταν αἱμάδα Id.Ph. 696
; of fever,θ. νόσοι Pi.P.3.66
; θ. σῶμα feverish, Th.2.49.II metaph., hot-headed, hasty, freq. of persons, A.Th. 603, Eu. 560 (lyr.), Ar.V. 918, etc.;θ. καὶ ἀνδρεῖος Antipho 2.4.5
; of actions,πολλὰ καὶ θ. μοχθήσας S.Tr. 1046
;θ. ἔργον Ar.Pl. 415
;δρᾶν τι νεανικὸν καὶ θ. Amphis 33.10
;θ. ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις S.Ant.88
;θ. πόθος AP5.114
(Phld.);φάρμακον Alciphr.1.37
([comp] Comp.): c. inf.,θερμότερος ἐπιχειρεῖν Antipho 2.1.7
: [comp] Sup.,ὦ θερμόταται γυναῖκες Ar.Th. 735
.2 still warm, fresh,ἴχνη AP9.371
;ἀτυχήματα Plu.2.798f
; θ. κακά, opp. ἕωλα, ib.517f;γάμοι θ. καὶ ἴσως αὔριον Philostr. VA4.25
.2 θ. (sc. ὕδωρ), τό, hot water, θερμῷ λοῦσθαι, βάπτειν, Ar.Nu. 1044, Ec. 216;θερμῷ κεκραμένος οἶνος Gal.11.56
; also, hot drink, Arr.Epict.1.13.2.3 θερμόν, τό, grace, favour,θ. εὑρεῖν ἐν ἐρήμῳ LXXJe.38(31).2
.4 τὰ θ. (sc. χωρία) Hdt.4.29; but (sc. λουτρά), hot springs, X.HG4.5.3;τὰ θ. τοῦ Ἡρακλέους Str.9.4.2
.IV Adv. : [comp] Comp.-ότερον, ἔχειν Eub.7.1
: neut. pl. as Adv.,θερμὰ θερμὰ πηδῶσαι Herod.4.61
. -
37 περικαής
περικᾰής, ές,A exceedingly fiery, burning hot,π. πρὸς χεῖρα Hp.Coac. 154
; πρὸς τὴν ἁφήν ib. 223, cf. Aph.5.62, etc. ;χωρίον J.BJ4.8.3
;π. θερμότης Thphr.Ign.44
. Adv. -καῶς, ἔχειν τινός to be hot with love for.., Plu.Ages.11, Eun.Hist.p.274 D., cf. Id.VSp.501 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικαής
-
38 πρόσειμι
A sum), to be added to, τινι Hdt.2.99, 7.173, etc.;ἐὰν.. θερμότης τῷ δίψει προσῇ Pl.R. 437e
; to be attached to, belong to, IG12.290; ; δέος αἰσχύνη θ' ὁμοῦ, δύσνοια ἢ λύπη π. τινί, ib. 1079, El. 654; οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ π. E.Ph. 529, cf. lsoc.12.115; δυσβουλία τῇ πόλει π. Ar.Nu. 588;τῇ βίᾳ π. ἔχθραι καὶ κίνδυνοι X.Mem.1.2.10
; καὶ τὰ προσόντα καὶ τὰ μὴ περὶ ἑκάστου λέγοντες proclaiming each man's virtues, whether he had them or not, Pl.Mx. 234c; τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ one's own attributes, D.18.276, cf. Prooem.46: c. inf.,πρόσεστι γυναιξὶ.. τίκτειν Pl.Tht. 150a
.2 abs., to be present, at hand as well,τὰ δ' αὖτε χέρσῳ.. προσῆν πλέον στύγος A.Ag. 558
;ὡς ἂ ἀγνοία προσῇ S.Ph. 129
; γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ' ἐμοῦ.. π. Id.Ant. 720; τοῦ λόγου δ' οὐ χρὴ φθόνον π. Id.Tr. 251;τύχη μόνον προσείη Ar.Av. 1315
(lyr.);π. ἡ ὕβρις καὶ ἔθ' ἡ.. αἰσχύνη D.1.27
; οὐδ' ὁτιοῦν ἄλλο προσῆν there was nothing else in the world, Id.21.176; ταῦτα προσέσται this too will be ours, X.HG3.1.28; τὰς τρισχιλίας καὶ τὸ προσόν and the surplus, D.36.15.3 to be adjacent, εἰ πὸς τᾷ οἰκίᾳ μὴ πόεστι (i.e. πόσεστι = πρόσεστι) (Tegea, iv B.C.);τῆς προσούσης αὐλῆς PStrassb.87.12
(ii B.C.).------------------------------------A ibo), inf. - ιέναι, used in [dialect] Att. as [tense] fut. of προσέρχομαι, and προσῄειν as [tense] impf.:— go to or towards, approach, abs. in Hom. and Hes. in dat. and acc. of part.,χάρη δ' ἄρα οἱ προσιόντι Il.5.682
;ὡς εἶδον ζωὸν.. προσιόντα 7.308
; (lyr.);σχολαίτερον προσιόντας Th.4.47
codd.; approach a person, Id.1.130, cf. And.1.122; of an enemy,βραδέως προσῇσαν X.An.1.8.11
, etc.; of an adversary at law, (ii A.D.), cf. POxy.1101.15 (iv A.D.): c. dat. pers., approach one, Hdt.1.62, etc.; apply to a person for help, PStrassb.57.6 (ii A.D.), etc.; π. Σωκράτει visit him as teacher, X.Mem.1.2.47; π. γυναικί go in to a woman, Id.Smp.4.38 (so abs., Ocell.4.1): c. acc. loci, δῶμα, δόμους, A.Eu. 242, E.Cyc. 40: with Preps. governing acc.,εἰς.. S.El. 437
, X.HG7.5.15, etc.; πρὸς τὰς πύλας, πρὸς τὴν Λάχεσιν, Hdt.8.52, Pl.R. 620d, etc.2 in hostile sense, attack, (cf. Sch.Od.1.406, Apollon.Lex. s.v. εἶναι), cf. X.Cyr.2.4.12;τῇ πόλει Id.An.7.6.24
(dub.);πρὸς τοὺς βαρβάρους Hdt.9.100
;ἐπὶ τὸ στράτευμα X.Cyr.7.1.24
.4 come forward to speak,π. τῷ δήμῳ X.Mem.3.7.1
; π. τῇ βουλῇ, τοῖς ἐφόροις, come before.., D.19.17, Plb.4.34.5;π. πρὸς βουλὴν ἢ δῆμον X.Ath.3.3
;πρὸς τὰς ἀρχάς Th.1.90
;πρὸς τὰ κοινά Aeschin.1.165
;πρὸς τὴν πολιτείαν π. Id.3.217
(butπ. πολιτείᾳ Plu.2.1033f
): abs., come forward to speak, περὶ τῶν γεγενημένων And 1.111.5 of things, to be added,σάρκες ἐκ τῆς τροφῆς π. ταῖς σαρξί Arist.GA 723a11
, cf. GC 322a26, al.;τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει χειρὸς οὐ πληρουμένῳ A.Ag. 817
.II of Time, come on, be at hand, ἐπεὰν προσίῃ (v.l. προσῇ)ἡ ὥρη κυΐσκεσθαι τὰς ἵππους Hdt.4.30
, cf. 2.41;ἑσπέρα προσήει X.Cyr.3.2.25
; προσιόντος τοῦ θερμοῦ on the approach of heat, Pl.Phd. 103d; π. [τῶν ἀνέμων] X.Mem.4.3.14.III come in, of revenue, φόροι, ἑπτακόσια τάλαντα π., Hdt.3.89,91, cf. Th.2.13, X.Vect.4.1;τῶν τε ὄντων χρημάτων καὶ τῶν προσιόντων τοῖς θεοῖς IG12.91.26
;τὸν φόρον ἡμῖν ἀπὸ τῶν πόλεων.. προσιόντα Ar.V. 657
; τὰ προσιόντα χρήματα the public revenue, Id.Ec. 712, Lys.30.19; τὰ προσιόντα alone, Ar.V. 664;τὰ π. τῇ πόλει Lys. 21.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσειμι
-
39 συνεχής
συνεχής, ές,I of Space, continuous, Parm. 8.6,25, Arist.Metaph. 1069a5, Ph. 200b18, al.; of quantity, opp. διωρισμένος, Id.Cat. 4b20;σ. νῶτον Pl.R. 616e
; συνεχὲς ποικίλον a continuity of variety, Id.Phd. 110d;σ. οἰκήματα Th.3.21
.b c. dat., continuous with or contiguous to, in a line with, Hdt.4.22, E.Hipp. 226 (anap.), Arist.Mete. 339a22, Mu. 392a23, etc.: less freq. c. gen., ib. 393a29 (s. v.l.);τομαὶ σ. ἀπὸ μιᾶς μέχρι τῶν δέκα Pl.Lg. 738a
: abs.,σ. ἦσαν Κίλικες Plb.30.25.4
, cf. Str.11.6.2.2 of words, etc.,ξ. ῥῆσις Th.5.85
;πᾶς ὁ σ. λόγος Plb.1.5.5
; τούτῳ συνάπτοντες τὸ ς. Id.3.3.2; τὸ ς. connexion of letters, Plu.Lys.19: c. dat.,λόγος σ. τῷ νυνδὴ γενόμενος Pl.Ep. 318e
;σκέψις σ. τοῖς πρότερον Thphr.CP 6.3.3
.3 Math., of proportions, σ. ἀναλογία continued proportion (opp. διῃρημένη), i.e. three terms in geometrical progression, Arist.EN 1131a33, Archim.Aequil.2.9;κατὰ τὸ σ. ἀνάλογον Id.Sph. Cyl.2.5
, etc.b successive, of integers as terms in a series, Theol.Ar.54; of middle terms in argument, Arist.APo. 87b6.4 of things, continuous, conjoined, Id.HA 509b13, etc.; folld. by a Prep., σ. πρός τι ib. 495b20; of substance, clinging, dense,τὸ γλίσχρασμα [τῆς πτισάνης] λεῖον καὶ ς... ἐστι Hp.Acut.10
, cf. Gal. 6.822; ἀήρ, ἔλαιον, Plu.2.396a,696b; τὸ πυκνὸν καὶ ς. ib.701f; [γάλα] λεῖον καὶ ὁμαλὸν καὶ σ. ἑαυτῷ Sor.1.91
.II of Time, continuous, unintermitting, σ. πυρετός, opp. διαλείπων, Hp.Aph.3.21; sts. distd. from σύνοχος πυρετός, Anon. ap. Gal.17(1).220;σ. καύματα καὶ πυρετούς Pl. Ti. 86a
; [ θερμότης] Thphr.Ign.33;κίνησις Id.Lass.15
;πόνος -έστερος Th.7.81
; πόλεμος διὰ βίου ς. Pl.Lg. 625e; συνουσία, βασιλεία, X.Smp.8.18 ([comp] Comp.), Ages.1.4;πότοι Men.914
, cf. Sophil. 3;σ. κακοπαθίαι OGI244.12
(Daphne, ii B.C.); σ. γίνεσθαι, πνεῖν, of winds, Arist.Mete. 362a11,26, Thphr.Vent.1;τὸ ἀκρίτως ξ. τῆς ἁμίλλης Th.7.71
; τὸ σ. ἔργου (prob. for ἔργον) Anaxandr.63; τοῦ δήμου τὸ ς. continuous intercourse with.., Plu.Per.7; κατὰ τὸ ς. continuously, Plb. 2.2.7; consecutively, in what follows, Gal.15.116; ἐκ τούτου κατὰ τὸ ς. immediately after that, ib.902.2 frequent, τῶν ὀρνίθων ἥκιστα σ. καὶ συνήθης [ὁ γύψ] Plu.2.286a;λουτροῖς συνεχέσι χρῆσθαι Sor.1.65
; χάσμη ς. ib.24; - εστέρα ἔστω ἡ ἐκμύζησις ib.97.III of persons, constant, persevering, X.Oec.21.9;ἐν ταῖς.. πρὸς τὰ πάθη διαμάχαις Plu.2.74c
; cf. Poll.4.20, 6.147.I mostly of Time, continually, continuously, unremittingly, Hes.Th. 636, Hdt. 7.16.γ, E.IA 1008, IG12.57.54, etc.;ξ. πολεμεῖν Th.2.1
, cf. 1.11, 5.24, Antipho 6.44;συνεχέως αἰεί Hdt.1.67
, cf. Pl.Lg. 706a; ἀεὶ ς. ib. 807e; οἱ σ. ἐτῶν οὐκ ὀλίγων ἐφεξῆς γενόμενοι (v.l. γιν-)λιμοί Gal.6.749
: [comp] Comp.- έστερον A.D.Pron.65.17
: [comp] Sup.- έστατα X.Mem.4.2.6
.b without leaving an interval, immediately,ἐπίθυε.., καὶ λέγε τὸν λόγον συνεχῶς τὸν τῆς ἐπικλήσεως PMag.Par.1.1865
, cf. BGU451.15 (i/ii A.D.), PFlor.332.18 (ii A.D.);δίδοται πρὸς τὰ θανάσιμα σ. πινόμενον καὶ ἐξεμούμενον Dsc.1.30
; βδέλλας καύσας καὶ λεάνας χρῶ σ. προεκτίλας (sc. superfluous eyelashes) Aët.7.69.c at frequent intervals,ἵνα μὴ σ. λούηται τὸ βρέφος Sor.1.99
; μελίκρατον σ. ἐνστάζομεν ib. 123; τὰ βρέφη -έστερον ἐξερᾷ [τὸ γάλα].. ναυτιῶντα ib. 109;ποτίζων -έστερον ἐκ διαστημάτων Gp.10.18.5
; - έστερον, = saepius, Gloss.; - έστατα, = saepissime, ib.2 freq. with Numbers, in succession, consecutively, ὁρμαθοὺς μελῶν ἐφεξῆς τέτταρας ξ. Ar.Ra. 915; ἡμέρας ἑβδομήκοντα ξ. Th.2.75; μῆνας ὀκτὼ ς. Ephipp.5.15 (anap.); similarly, οὐ σ. ἐφεξῆς ἐν τάξει πεποιημένος [τὸν λόγον] Gal.15.496.3 rarely of Space,σ. εἶναι πᾶσαν οἰκουμένην Arist.Mete. 362b29
;σ. μέχρι.. Plb.2.14.6
.II συνεχές as Adv. freq. in [dialect] Ep., as Il.12.26; strengthd., σ. αἰεί unceasing ever, Od.9.74; also in Pi. I.4(3).65(83), Ar.Eq.21, and freq. in later [dialect] Ep., Arat.20, Call.Ap.60, etc.; also in later Prose, Luc.Somn.4, D.L.2.32, al. [σῡνεχές Hom.
ll. cc. andσῡνεχέως Hes.
l. c., B.5.113, metri gr.; also Theoc.20.12, A.R.1.1271.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεχής
-
40 ψυχρότης
A coldness, cold, opp. θερμότης, Hp.VM16, Pl.R. 437e;ἡ τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ στυγνότης Plb.4.21.1
: pl. chills, frosts,Plu.
2.701b.II metaph. of persons, want of feeling, bad taste, D.18.256: sluggishness, Plu.Fab.17.2 of exaggerated, glittering phrases and the like , frigidity, Longin.3.4, Agatharch.21, Demetr.Eloc.6, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχρότης
См. также в других словарях:
θερμότης — heat fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοτήτων — θερμότης heat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότησι — θερμότης heat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότησιν — θερμότης heat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητα — θερμότης heat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητας — θερμότης heat fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητες — θερμότης heat fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητι — θερμότης heat fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητος — θερμότης heat fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητ' — θερμότητα , θερμότης heat fem acc sg θερμότητι , θερμότης heat fem dat sg θερμότητε , θερμότης heat fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαλής — ἐπαλής, ές (Α) 1. θερμός από τον ήλιο ή τη φωτιά, ευήλιος («ἐπαλέα λέσχην ὥρη χειμερίη», Ησίοδ.) 2. (κατά τη γνώμη άλλων παράγεται από το ἁλίζω = συναθροίζω και ερμηνεύουν: πλήρης, γεμάτος). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *άλεος, το ή αλέα «θερμότης, ηλιακή … Dictionary of Greek