-
1 θερμότης
θερμότης, ητος, ἡ, Wärme, Hitze, Plat. Rep. I, 335 d u. A.; übertr., ἡ ἐν τῷ λέγειν ϑ. Ath. I, 1 b.
-
2 θερμοτης
-
3 θερμότης
θερμότηςheat: fem nom sg -
4 θερμότης
II metaph., heat, passion,τοῦ Ἀχιλλέως Philostr.Her. 12b
;ἐν τῷ λέγειν Ath.1.1b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμότης
-
5 θερμότης
θερμότης, ητος, ἡ, Wärme, Hitze -
6 θερμότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 2,4 -
7 θερμοτήτων
θερμότηςheat: fem gen pl -
8 θερμότησι
θερμότηςheat: fem dat pl -
9 θερμότησιν
θερμότηςheat: fem dat pl -
10 θερμότητα
θερμότηςheat: fem acc sg -
11 θερμότητας
θερμότηςheat: fem acc pl -
12 θερμότητες
θερμότηςheat: fem nom /voc pl -
13 θερμότητι
θερμότηςheat: fem dat sg -
14 θερμότητος
θερμότηςheat: fem gen sg -
15 θερμότητ'
θερμότητα, θερμότηςheat: fem acc sgθερμότητι, θερμότηςheat: fem dat sgθερμότητε, θερμότηςheat: fem nom /voc /acc dual -
16 συμ-φύω
συμ-φύω (s. φύω), zusammenwachsenlassen, in einen Körper bringen, ἐϑέλω ὑμᾶς συντῆξαι καὶ συμφῠσαι εἰς τὸ αὐτό, Plat. Conv. 192 e: in einen Körper verbinden, φαίνεται ἐν πᾶσιν ἡ μὲν ϑερμότης καὶ ψυχρότης ὁρίζουσαι καὶ συμφύουσαι καὶ μεταβάλλουσαι τὰ ὁμογενῆ καὶ μὴ ὁμογενῆ, Arist. Meteor. 4, 1. – Med. u. intr. tempp. des act. zusammenwachsen, von Natur zusammenhangen, ὥςτε πῃ ξυμπεφυκέναι ἀλλήλοις Plat. Rep. IX, 588 d, ἐπιϑυμοῠντες συμφῦναι Conv. 191 a, u. Folgde; fest werden, εἴη συμφῦναι τὴν ὑπάρχουσαν κατάστασιν τοῖς Πελοποννησίοις Pol. 4, 32, 9, u. a. Sp.; auch von einer Wunde, zuheilen, Arist. probl. 1, 33.
-
17 ψῦξις
-
18 γρύζω
γρύζω, fut. γρύξω Ar. Equ. 294; γρύξομαι Alc. com. bei Ath. IX, 396 c; aor. ἔγρυξα Plat. Euthyd. 301 a; grunzen, von Schweinen; übertr., von Menschen, murmeln, bes. wie οὐδὲ γρῠ, muchsen, z. B. οὐδ' ἐτόλμησε γρύξαι τὸ παράπαν οὐδέν Is. 8, 27; ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; dürft ihr noch muchsen? Ar. Lys. 656; γρύζειν δὲ καὶ τολμᾶτον Plut. 454; auch von den unartikulirten Lauten kleiner Kinder, Nubb. 968. – Ein anderes Wort ist οὔτε ὁμοίως γρύσει ἡ ϑερμότης, schmelzen, Arist. probl. 4, 2, wenn die Lesart richtig ist.
-
19 θερμασία
-
20 ἀπο-κῡματίζω
ἀπο-κῡματίζω, wie eine Welle wegreißen, ἡ ϑερμότης τὸ πνεῦμα Plut. Symp. 8, 10, 1; άρμονία τῶν ὀνομάτων – τὸν ἦχον D. H. de C. V. 23.
См. также в других словарях:
θερμότης — heat fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοτήτων — θερμότης heat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότησι — θερμότης heat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότησιν — θερμότης heat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητα — θερμότης heat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητας — θερμότης heat fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητες — θερμότης heat fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητι — θερμότης heat fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητος — θερμότης heat fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότητ' — θερμότητα , θερμότης heat fem acc sg θερμότητι , θερμότης heat fem dat sg θερμότητε , θερμότης heat fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαλής — ἐπαλής, ές (Α) 1. θερμός από τον ήλιο ή τη φωτιά, ευήλιος («ἐπαλέα λέσχην ὥρη χειμερίη», Ησίοδ.) 2. (κατά τη γνώμη άλλων παράγεται από το ἁλίζω = συναθροίζω και ερμηνεύουν: πλήρης, γεμάτος). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *άλεος, το ή αλέα «θερμότης, ηλιακή … Dictionary of Greek