Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄναιμος

См. также в других словарях:

  • ἄναιμος — bloodless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άναιμος — η, ο (ΑΜ ἄναιμος, ον) αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος αρχ. αυτός που δεν χύνει αίμα (π. χ. «ἄναιμος νίκη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αιμος < αἷμα. ΠΑΡ. αναιμία αρχ. ἀναιμότης, ἀναιμωτί νεοελλ. αναιμικός. ΣΥΝΘ. ἀναιμόσαρκος] …   Dictionary of Greek

  • άναιμος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αίμα: Υπάρχουν ζώα άναιμα. 2. αναιμικός, άτολμος: Είναι άναιμος άντρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναιμότερον — ἄναιμος bloodless adverbial comp ἄναιμος bloodless masc acc comp sg ἄναιμος bloodless neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιμοτέρων — ἄναιμος bloodless fem gen comp pl ἄναιμος bloodless masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιμότατα — ἄναιμος bloodless adverbial superl ἄναιμος bloodless neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιμότατον — ἄναιμος bloodless masc acc superl sg ἄναιμος bloodless neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄναιμον — ἄναιμος bloodless masc/fem acc sg ἄναιμος bloodless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιμοτάτοις — ἄναιμος bloodless masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιμότατος — ἄναιμος bloodless masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιμότερα — ἄναιμος bloodless neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»