-
21 ζήτημα
τό1) вопрос, проблема; дело;επίκαιρο ( — ши φλέγον) ζήτημα — актуальный, злободневный, наболевший вопрос;
διαφιλονικούμενο ( — или επίμαχο) ζήτημα — спорный вопрос;
αγροτικό (εθνικό) ζήτημα — крестьянский (национальный) вопрос;
τρέχοντα ζήτήματα — текущие вопросы;
ζωτικό ζήτημα — жизненно важный вопрос;
ζήτήματα της ημέρας — вопросы дня;
ζήτημα τιμής — дело чести;
ζήτημα γούστου — дело вкуса;
τό ζήτημα είναι να... — весь вопрос в том, чтобы...;
αυτό είναι ακριβώς το ζήτ, ότι... — в том то и дело, что...;
λύω το ζήτημα — разрешить вопрос;
δεν είναι ζήτημα — это не проблема;
δεν υπάρχει ζήτημα — здесь нет никакого вопроса, это очень йсно;
αυτό είναι άλλο ζήτημα — это другой вопрос, это другое дело;
θέτω ( — или βάζω) ζήτημα — ставить вопрос;
είναι ζήτημα χρόνου — вопрос времени;
ανακινώ ( — или εγείρω) ζήτημα — поднимать вопрос;
τό έκανε ζήτημα — он сделал из этого целую проблему;
γιά προσωπικό ζήτημα — по личному делу;
2) конфликт, спор, ссора;υπάρχουν πολλά ζήτήματα μεταξύ τους — между ними много спорных вопросов;
δημιουργώ ζήτήματα — создавать конфликты;
3) юр. вопрос присяжному -
22 ισχύς
(-ύος) η1) потенция, потенциал, сила; мощь, мощность;οικονομική ισχύς — а) экономическая мощь; — б) экономический потенциал;
η πολιτική της ισχύος — политика с позиции силы;
στερεώνω την ισχύ — крепить мощь;
2) влияние, могущество;3) юр. действие, действительность; законность, сила;ισχύς του εγγράφου — сила, действительность документа;
τίθεμαι εν ισχύϊ — войти в силу;
η ισχ τού νόμου αρχίζει από... — закон вступает в силу с...;
θέτω σε ισχύ — вводить в действие (договор, соглашение);
αναδρομική ισχύς τού νόμου — обратная сила закона;
4) физ. мощность;κινητήρας ( — или γεννήτρια) μεγάλης ισχύος — мощный двигатель;
ηλεκτροσταθμός ισχύος πεντακοσίων κιλοβάτ — электростанция мощностью в пятьсот киловатт
-
23 καθεστωτικές
η, ό[ν] относящийся к государственному, общественному строю, относящийся к политическому режиму;θέτω καθεστωτικέςό ζήτημα — ставить вопрос об изменении государственного строя, режима
-
24 κίνηση
[-ις (-εως)] η1) е разн. знач движение;η περιστροφική κίνηση — вращательное движение;
χαριτωμένες κίνήσεις — изящные движения;
μεγάλη κίνηση — большое движение;
τροχαία κίνηση — а) уличное движение; — б) служба регулирования уличного движения;
κίνηση πληθυσμού — движение народонаселения;
κίνηση ταμείου — оборот кассы;
κίνηση στα άδεια ( — или νεκρά) — холостой ход;
θέτω ( — или βάζω) σε κίνηση — приводить в движение; — пускать в ход;
μπαίνω σε κίνηση — приходить в движение;
2) оживление, оживлённость; активность;η εμπορική κίνηση — коммерческая активность;
παρατηρείται κάποια κίνηση — наблюдается, чувствуется какое-то оживление;
3) передвижение (войск);4) кив5ние, кивок;κίνηση της κεφαλής — кивок головы;
§ κίν
ιδεών — а) борьба идей; — б) развитие мысли;εκπολιτιστική κίν — культурная жизнь;
έξοδα κίνήσεως — командировочные расходы;
κίνηση αγωγής — возбуждение (судебного) дела; — предъявление (судебного) иска
-
25 κυκλοφορία
η1) круговорот, (круго)оборот; циркуляция; обращение (денег и т. п.);κυκλοφορία του αίματος — кровообращение;
εμπορευματική (νομισματική) κυκλοφορία — товарное (денежное) обращение;
θέτω ( — или βάζω) σε κυκλοφορία — а) пускать в обращение; — б) выпускать; — распространять;
αποσύρω από την κυκλοφορία — изъять из обращения;
2) уличное движение;διπλής φοράς — двустороннее движение;3) тираж (газеты, журнала и т. п.) -
26 μοίρα
η1) доля, часть;νόμιμος μοίρα — законная доля;
μοίρα γης — участок земли, выпавший по жребию;
2) удел, жребий, доля, участь, судьба;καλή μοίρα — счастливая доля;
μαύρη μοίρα — горькая участь:
δεν έχω στον ήλιο μοίρα — быть обездоленным;
είναι της μοίρας μου — или τώχει η μοίρα μου — судьба моя такая;
3) (М.) богиня судьбы, Мойра;4) воен, дивизион; ба- тальон; мор. эскадра; ав. эскадрилья;(ναυτική) μοίρα — эскадра;
μοίρα αντιτορπιλλικών — дивизион эскадренных миноносцев, эсминцев;
μοίρα πυροβολικοί — артдивизион;
(αεροπορίας) — эскадрилья;μοίρα νοσοκόμων — санитарный батальон;
5) геогр. градус;6) перен. ступень, уровень, ряд;βάζω στην ίδια μοίρα — ставить на одну доску, на одну ступень;
θέτω τί, τινά εν ιση (μείζονι, ελάσσονι) μοίρα — ставить кого-что-л. на равную (более высокую, низкую) ступень;
§ δεν ξέρει τα δυό κακά της Μοίρας του он круглый невежда, он ничего не смыслит в этом деле -
27 περιθώριο(ν)
τό1) поле, поля (книги и т. п.);στο περιθώριο(ν) ( — замётки) на полях;
2) рамки; запас, резерв; предел;περιθώριο(ν) ασφαλείας — запас прочности;
δεν μας παίρνει το περιθώριο(ν) — обстоятельства не позволяют...;
3) перен.:οι αποδοχές του δεν αφήνουν περιθώριο(ν) γιά πρόσθετες δαπάνες — его зарплата не допускает лишних затрат;
δεν έχουμε κανένα περιθώριο(ν) γιά υποχωρήσεις — отступать некуда;
§ θέτω ( — или βάζω) στο περιθώριο(ν) — отстранять; — уда- лять; — оттеснять;
ζω στο περιθώριο(ν) — а) жир в безвестности; — удалиться от дел; — б) замкнуться в себе;
στο περιθώριο(ν) της ζωής — вдали от жизни
-
28 περιθώριο(ν)
τό1) поле, поля (книги и т. п.);στο περιθώριο(ν) ( — замётки) на полях;
2) рамки; запас, резерв; предел;περιθώριο(ν) ασφαλείας — запас прочности;
δεν μας παίρνει το περιθώριο(ν) — обстоятельства не позволяют...;
3) перен.:οι αποδοχές του δεν αφήνουν περιθώριο(ν) γιά πρόσθετες δαπάνες — его зарплата не допускает лишних затрат;
δεν έχουμε κανένα περιθώριο(ν) γιά υποχωρήσεις — отступать некуда;
§ θέτω ( — или βάζω) στο περιθώριο(ν) — отстранять; — уда- лять; — оттеснять;
ζω στο περιθώριο(ν) — а) жир в безвестности; — удалиться от дел; — б) замкнуться в себе;
στο περιθώριο(ν) της ζωής — вдали от жизни
-
29 περιορισμός
ο1) ограничение;περιορισμός των είσαγωγών — ограничение импорта;
κατάργηση των περιορισμών — отмена ограничений;
της κυκλοφορίας — комендантский час;του εκλογικού δικαιώματος — избирательный ценз;2) заключение, арест; заточение;θέτω υπό περιορισμό[ν] — арестовать;
υπό κατ' οίκον περιορισμόν — под домашним арестом;
3) сдерживание; обуздание -
30 τάπητας
[-ης (-ητος)] ο ковёр;§ θέτω επί τάπητος — ставить на обсуждение (вопрос)
-
31 τέρμα
τό1) конец (тж. перен.); предел; финал;τέρμα οδού — конец улицы;
τό τέρμα των προσπαθειών — предел стараний;
θέτω ( — или βάζω) τέρμα σε κάτι — положить конец чему-л.;
2) конечная станция, остановка;3) спорт, финиш;φθάνω στο τέρμα — приходить к финишу;
4) спорт, ворота;5) спорт, гол;σημειώνω τέρμα — забивать гол
-
32 υπεράνω
επίρρ. выше, превыше;θέτω τα συμφέροντα της πατρίδας υπεράνω των προσωπικών — ставить интересы родины выше личных;
είναι υπεράνω των δυνάμεων μου — это выше моих сил;
είμαι υπεράνω — быть выше чего-л.;
υπεράνω όλων — превыше всего
-
33 υποψηφιότητα
[-ης (-ητος)] η кандидатура;βάζω ( — или θέτω, υποβάλλω) υποψηφιότητα — выставлять кандидатуру;
αποσύρω την υποψηφιότητα μου снять свою кандидатуру -
34 ψηφοφορία
η голосование, баллотировка;μυστική ψηφοφορία — тайное голосование;
φανερά ( — или ανοιχτή) ψηφοφορία — открытое голосование;
βάζω σε ψηφοφορία — или θέτω εις ψηφοφορίαν — ставить на голосование;
απέχω της ψηφοφορίας ( — или απ' την ψηφοφορία) — или κάνω ( — или δηλώνω) αποχή από την ψηφοφορία — воздерживаться от голосования
-
35 λαθέτω
λανθάνωescape notice: aor imperat act 3rd sgλᾱθέτω, λανθάνωescape notice: pres imperat act 3rd sg (doric) -
36 ονοματοθεσία
ονοματοθεσία ηдарование имени – небольшая служба, содержащаяся в Требнике, которая совершается на восьмой день рождения младенца после молитвы о новорожденном или на сороковой день после рождения ребенка в храме, обычно перед совершением таинства крещенияЭтим.< όνομα + θέτω «имя + устанавливать»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ονοματοθεσία
-
37 σέτω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θέτω — θέτω, έθεσα βλ. πίν. 137 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
θέτω — έθεσα, τέθηκα, τεθειμένος 1. βάζω, τοποθετώ: Δεν έχουν τεθεί τα θεμέλια. – Έθεσε τους φακέλους στο αρχείο. – Τέθηκαν σε άλλο μέρος τα έπιπλα. 2. μτφ., προτείνω, υποβάλλω: Θέτω πρώτος το ζήτημα. – Η πρόταση τέθηκε σε ψηφοφορία. 3. αποδέχομαι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θετῷ — θετός placed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέτω — θέτης one who places masc gen sg (attic epic ionic) τίθημι p aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενθέτω — θέτω κάτι μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ενθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
υπάγω — θέτω κάποιον ή κάτι στην κυριότητα κάποιου, τον κατατάσσω, τον εντάσσω: Δεν υπάγομαι σ’ αυτήν την κατηγορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιστιοθετώ — έω ναυτ. τοποθετώ στην ιστιοθήκη τού πλοίου τα ιστία τα οποία δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν άμεσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + θετῶ (< θέτης < θέτω), πρβλ. αγωνο θετώ, υιο θετώ] … Dictionary of Greek
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek
εκθέτω — (AM ἐκτίθημι) 1. θέτω έξω, τοποθετώ σε υπαίθριο μέρος 2. εγκαταλείπω νεογέννητο βρέφος 3. αφηγούμαι με λεπτομέρειες προφορικά ή εγγράφως νεοελλ. 1. θέτω σε κοινή θέα 2. τοποθετώ κάτι ως έκθεμα σε έκθεση («θα εκθέσει τα έργα του στο Παρίσι») 3.… … Dictionary of Greek
θυγατροθετώ — θυγατροθετῶ, έω (Μ) παίρνω κάποιαν ως θετή θυγατέρα, ως κόρη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θηγατρός) + θετώ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θετώ, υιο θετώ] … Dictionary of Greek