Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

επίκαιρο

См. также в других словарях:

  • εύκαιρος — η, ο (ΑΜ εὔκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη περίσταση, στην ώρα του («εὐκαίρων ὑδάτων... γινομένων», Θεόφρ.) 2. (για χώρους, οικήματα, δοχεία κ.λπ.) κενός, άδειος, ο έρημος νεοελλ. αυτός που δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αποσώστρα — η [αποσώνω] 1. η γυναίκα που αποσώνει, αποτελειώνει, επισφραγίζει την κουβέντα μιας άλλης με επίκαιρο γνωμικό ή παροιμία 2. αυτή που σχολιάζει συστηματικά κι επιδέξια συμβάντα και περιστατικά του χωριού 3. η ράφτρα που αποτελειώνει στα γρήγορα τα …   Dictionary of Greek

  • εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος …   Dictionary of Greek

  • επιθεώρηση — Τύπος θεατρικού έργου με τη συνύπαρξη μουσικής, χορού και πεζού λόγου, που χαρακτηρίζεται από γοργή διαδοχή εικόνων, οι οποίες ξεκινούν από μια κεντρική ιδέα που συνδέει τη μία με την άλλη και από ένα κείμενο με επίκαιρο χαρακτήρα, με… …   Dictionary of Greek

  • ευπελαγής — εὐπελαγής, ές (Α) (για τόπους) αυτός που βρίσκεται σε επίκαιρο μέρος κοντά στο πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέλαγος] …   Dictionary of Greek

  • εύθετος — η, ο (ΑΜ εὔθετος, ον) 1. σωστά τοποθετημένος, στη σωστή θέση 2. (για χρόνο) κατάλληλος, αυτός που παρέχει ευκαιρία για κάτι (α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν») μσν. αρχ. 1. κατάλληλος («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους») 2.… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek

  • κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»