-
1 θεσμιον
и pl. θέσμια, дор. τέθμιον τό священное установление, священный обычай Aesch., Eur., Her.
См. также в других словарях:
θέσμιον — θέσμιος fixed masc/fem acc sg θέσμιος fixed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσμιος — α, ο (ΑΜ θέσμιος, ον και ία, ον Α και δωρ. τέθμιος) [θεσμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμούς, που είναι σύμφωνος προς τους θεσμούς 2. (το ουδ. ως ουσ. στον εν. και στον πληθ.) το θέσμιο(ον) και τα θέσμια θεσμός, καθιερωμένη… … Dictionary of Greek