-
1 Θέμιδος
Θέμιςthat which is laid down: fem gen sg -
2 θέμιδος
θέμιςthat which is laid down: fem gen sg -
3 θέμις
(-ιδος) η1) правосудие;ναός της θέμιδος — суд;
λειτουργοί της θέμιδος — юристы; — судьи;
2) справедливость; — законность; — об θέμις εστί — несправедливо
-
4 θέμις
θέμις, ἡ, alter gen. ϑέμιστος; so immer bei Hom., auch vom nom. pr.; att. u. dor. ϑέμιτος; doch kommt bei den Tragg. u. in att. Prosa nur der nomin. vor u. der acc. ϑέμιν; ion. ϑέμιος, später gew. ϑέμιδος (τίϑημι); das Eingesetzte, die Satzung, das Gesetz, insoweit es auf altem heiligem Brauche beruht; so bes. bei Hom. in der Vrbdg ϑέμις ἐστί, es ist nach altem Brauche Recht, erlaubt, billig, fas est, οὔ μοι ϑέμις ἐστὶ ξεῖνον ἀτιμῆσαι Od. 14, 56, vgl. Il. 14, 388, wo δέος entgegensteht; 1g, 796. 23, 44; ἥ ϑέμις ἐστί, was od. wie es Rechtens, wie es Sitte u. Brauch ist, gew. ᾗ ϑέμις ἐστί geschrieben, vgl. Spitzner exc. 11. zur Il. 2, 73 u. Lehrs Quaest. Ep. p. 44; Hes. O. 139; auch c. gen., ἣ ϑέμις ἀνϑρώπων πέλει, Il. 9, 134. 277. 19, 177; ξείνια ἅ τε ξείνοις ϑέμις ἐστί (wo man nicht nothwendig δοῦναι ergänzen muß), die den Gästen ein Recht sind, ihnen nach heiligem Brauche gebühren, 11, 779. So auch Tragg.; ὅτι καὶ δυνατὸν καὶ ϑέμις αἰνεῖν Aesch. Ag. 98; παρϑενίου ϑ' αἵματος ἐπιϑυμεῖν ϑέμις 210; Suppl. 331 πότερα κατ' ἔχϑραν ἢ τὸ μὴ ϑέμις λέγεις; u. so indeclinabel Soph. O. C. 1193, nach wahrscheinlicher Lesart; bet Plat. Gorg. 505 d, οὐδὲ τοὺς μύϑους φασὶ μεταξὺ ϑέμις εἶναι καταλείπειν, ist εἶναι auszulassen u. φασί als Zwischensatz zu nehmen; stcherer aber ist Xen. Oec. 11, 11 u. Ael. H. A. 1, 60; Soph. εἴ μοι ϑέμις, ϑέλοιμ' ἄν, Phil. 657; O. C. 650. 1553; οὐκέτι μοι τόδε λαμπάδος ἱερὸν ὄμμα ϑέμις ὁρᾶν ταλαίνᾳ, ich darf nicht länger, Ant. 871; εἰ ϑέμις κλύειν Eur. Med. 675; εἰ ψαύοιμεν ὧν μή μοι ϑέμις I. A. 834, sc. ψαύειν; in Prosa, ἥν ϑέμις λέγειν μακαριωτάτην Plat. Phaedr. 250b; οὐ ϑέμις εἰπεῖν Isocr. 4, 92; Sp., οὐ ϑ. καταφρονεῖν Luc. Nigr. fl; ἐν τισὶ μὲν ἱεροῖς ϑέμις ἐσϑίειν ἰχϑῦς, ἐν ἄλλοις δὲ ἀσεβές S. Emp. pyrrh. 3, 923. – Im plur., bei Hom. sowohl δικασπόλοι, οἵ τε ϑέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται, welche die Gesetze aufrecht erhalten durch ihr Rechtsprechen, Il. 1, 238, als die richterliche Gewalt, ᾡ ἔδωκε Κρόνου παῖς σκῆπτρόν τ' ἠδὲ ϑέμιστας 2, 206; δίκῃ δ' ἴϑυνε ϑέμιστας Hes. O. 9, mit Gerechtigkeit verwalte das Recht; οὐδὲ ϑεμίστων λήϑεται, u. vergißt nicht der Gerechtigkeit, Theog. 235; δίκαι καὶ ϑέμιστες, Recht u. Gesetz, Od. 9, 215. Auch streitige Rechtsfälle, Rechtshändel, eigtl. wo Sitte u. Herkommen streitig geworden u. die Könige entscheiden müssen, κρίνειν ϑέμιστας, Il. 16, 387; Hes. Th. 85; vgl. nach οὔτ' ἀγοραὶ οὔτε ϑέμιστες Od. 9, 112, entweder Ordnung, regelnde Sitten, od. richterliche Entscheidungen nach altem Brauch. – Im sing., ἵνα σφ' ἀγορή τε ϑέμις τε ἤην Il. 11, 807, ὃς οὔ τινα οἶδε ϑέμιστα 5, 761, der kein Recht kennt, ein ἀϑέμιστος. – Anders λιπαρὰς τελέουσι ϑέμιστας 9, 15g. 298, sie zahlen reichliche Gebühren, die der König einzufordern das Recht hatte. – Λιὸς ϑέμιστες, die Satzungen des Zeus, seine als Gesetz geltenden Aussprüche, vom Orakel in Dodona, Od. 16, 403; dah. das Orakel, τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει ϑέμισσιν Pind. P. 4, 54. – Uebh. das Recht, das Gesetz; καὶ τήνδ' ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν ϑέμιν Assch. Ag. 1405; ἐπεί μοι τὴν ϑέμιν σὺ προὔβαλες Soph. Tr. 807; ὅσα τείνει πρὸς ϑέμιν καὶ ἀσέβειαν Plat. Conv. 188 d; Legg.XI, 925 d; auch Strafe, μένει Ἄρει 'κτί. νειν ὁμοίαν ϑέμιν Aesch. Suppl. 431. – Vgl. übrigens nom. pr.
-
5 μεταλαγχανω
(fut. μεταλήξομαι)1) принимать участие, участвовать(πολέμου καὴ μάχης Plat.)
2) получать в уделμ. τύχας Οἰδιπόδα μέρος Eur. — разделять судьбу Эдипа
3) быть причастным, обладать(δίκης καὴ θέμιδος Plut.)
-
6 ναός
ο храм; церковь;καθεδρικός — или μητροπολιτικός ναός — собор;
§ ναός της Θέμιδος — суд;
ναός της επιστήμης — храм науки, университет
-
7 θέμις
θέμις (θέμις, -ιτος, -ιδος, -ιν; θέμιτες, -ίτ[ων], -ισσιν.)1a right (divinely ordained) στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς (of dolphins) ?fr. 358. esp., the rights ordained by Zeus Xenios, relating to hospitality, cf. O. 8.22 infra,καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις N. 11.8
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες (of Aigina: cf. θεμίξενος, ξεναρκής) I. 9.5 ] θεμις[ ?fr. 333a. 3.b pl. divine ordinancesἀγῶναδ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24
esp. oracles, “ τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει θέμισσιν” P. 4.54Τήνερον εὐρυβίαν θεμίτ[ων ] ἐξαίρετον προφάταν Pae. 9.41
v. θεμιστός.2 Themis, power of right order (Farnell), former wife of Zeus, mother of the ὦραι, mother ofΕὐνομία, Δίκα, Εἰρήνα. Αἴγιναν ἔνθα σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων O. 8.22
αἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία O. 9.15
( Κόρινθον)ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε, Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος O. 13.8
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ ( θέμιν Wil.: “heilige Satzung” Schr.: perhaps a reference to the aboriginal cult of Ge-Themis at Delphi, Farnell) P. 11.9εἶπε δ' εὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις I. 8.31
πρῶτον μὲν εὔβουλον Θέμιν οὐρανίαν χρυσέαισιν ἵπποις ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 1. ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ[ (in lemmate scholiastae post ὠκεανοῦ est θέμιδος scriptum, quod fort. in textum recipiendum est, cll. Hes., Theog. 133—5.) Pae. 8.16 -
8 Ὠκεανός
Ὠκεανός (-οῦ, -οῖο.)a pro pers., Ocean ὠκεανοῦ θύγατερ (sc. Καμάρινα, on the Sicilian coast) O. 5.2 ἐξ ὠκεανοῦ γένος ἥρως δεύτερος (sc. Ὑψεύς, son of Peneios) P. 9.14ἀγ]λαάν τ' ἐς αὐλὰν ὠκεανοῖο[ ]υ Μελίας Pae. 7.4
cf.κόρα ὠκεανοῦ Μελία Pae. 9.43
b ocean semipersonified “ ἐξ ὠκεανοῦ φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” P. 4.26ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ P. 4.251
Θέμιν ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον (Ocean is the brother of Themis) fr. 30. 2. ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ[ (post ωκεανου est in lemmate scholiastae θεμιδος scriptum) Πα.. 1. ὠκεανοῦ πέτ[αλ]α κράν[ας (supp. Snell: cf. Galen, de puls. diff., 8. 682 Lips., Πίνδαρος ὠκεανοῦ τὰ πέταλα τὰς κρήνας λέγων) fr. 326. -
9 αἰπυμήτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰπυμήτης
-
10 θέμις
Aθέμιστα Il.5.761
, , etc.: gen. pl. : pr. n.Θέμις, Θέμιστος Od.2.68
,Θέμιστα Il.20.4
; dat.Θέμιστι 15.87
; butΘέμιτος Pi.O.13.8
,Θέμιδος A.Pr.18
, etc., Θέμιος (v.l. -ιδος) Hdt.2.50,Θέμιν Hes.Th.16
, IG22.1611.71: voc.Θέμι Il.15.93
, E.Med. 160(anap.):I that which is laid down or established, law (not as fixed by statute, but) as established by custom, θ. ἐστί 'tis meet and right, c. dat. pers. et inf.,οὔ μοι θ. ἐστὶ ξεῖνον ἀτιμῆσαι Od.14.56
; ἅ τε ξείνοις θ. ἐστὶν [παραθεῖναι] Il.11.779; ὅ οἱ Διόθεν θ. ἦεν [ἐκτελέσαι] Hes.Sc.22; γυναικὶ οὐ θ. SIG1024.9(Myconos,iii/ii B.C.): without dat., Il.16.796, 23.44;οὐ θ. ἐν μοισοπόλων οἰκίᾳ θρῆνον ἔμμεν' Sapph.136
;ὅτι δυνατὸν καὶ θ. αἰνεῖν A.Ag.98
, cf. S.Ant. 880(lyr.), Ph. 346, E.Med. 678, Pl.Phdr. 250b, Isoc.4.92, etc.; ἡ γὰρ θ. for so 'tis right [to do], Od.24.286; freq. ἣ θ. ἐστί as the custom is, Il.2.73: c. dat. (= loc.),ἣ θ. ἐστίν.. ἀγορῇ 9.33
: c. gen., ἣ θ. ἀνθρώπων πέλει ib. 134;ἣ θ. ἐστὶ γυναικός Od.14.130
; alsoᾗ θ. ἀνθρώποις κατὰ ἤθεα Hes.Op. 137
; θύειν τοὺς γεωργοὺς.. ᾗ (with ι)θέμις IG22.1364
(i A.D.); but ᾗ θέμις ἐστί is rejected for Hom. by Hdn.Gr.2.516, cf. A.D.Adv.148.28: indecl., πότερα κατ' ἔχθραν ἢ τὸ μὴ θέμις λέγεις; A.Supp. 336;ὥστε μὴ.. θέμις σέ γ' εἶναι κεῖνον ἀντιδρᾶν κακῶς S.OC 1191
;οὐδὲ.. φασὶ θέμις εἶναι Pl. Grg. 505c
, cf.X.Oec.11.11, Ael.NA1.60.2 justice, right, S.Tr. 810;ὅσα τείνει πρὸς θέμιν Pl.Smp. 188d
; penalty, ἐκτίνειν ὁμοιΐαν θ. A.Supp. 436 (lyr.); sanctity, ὁρκίων ἐμῶν θ. Id.Ag. 1431.II = ἀγὼν θεματίτης, IGRom.3.319 (Pisid.); νικήσας θέμιν ἀνδρῶν ib.437 ([place name] Termessus).III pl. [full] θέμιστες, decrees of the gods, oracles, Διὸς θ. Od. 16.403; θέμισσιν by oracles, Pi.P.4.54, cf. O.10(11).24.2 dooms, customary laws, ordinances,δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται Il.1.238
, cf. Hes.Th. 235; τοῖσιν δ' (i.e. the Cyclopes)οὔτ' ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες Od.9.112
; οὔτε δίκας εὖ εἰδότα οὔτε θέμιστας neither rights nor laws, ib. 215: in sg.,ὃς οὔ τινα οἶδε θέμιστα Il.5.761
;ἵνα σφ' ἀγορή τε θέμις τε 11.807
.3 judgements, decisions given by the kings or judges,οἳ.. σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας 16.387
; σκολιῇς δὲ δίκῃς κρίνωσι θ. Hes.Op. 221;διακρίνοντα θ. ἰθείῃσι δίκῃσιν Id.Th. 85
.IV pr. n., Themis, , cf. Il.15.87, 20.4, Hes.Th.16, A.Pr.18, etc. -
11 θέμις
Grammatical information: f. (n.)Meaning: `justice, law, custom', also personied as goddess of justice (Il.).Other forms: Diff. oblique forms: gen. θέμιστος (β 68; Thess. inscr.), dat. - ιστι (Ο 87; Thess. inscr.), acc. - ιστα (Ε 761, Υ 4); θέμιδος (A. Pr. 18), θέμιτος (Pi. O. 13, 8); rarely also θέμιος (Hdt. 2, 50; v. l. - ιδος), θέμεως (inscr. Metropolis); acc. θέμιν (Hes.), voc. Θέμι (Ο 93). Plur. θέμιστες, acc. - ιστας etc. `statutes, (divine) laws, oracles' (Hom., Hes., Thgn., Pi.).Compounds: As 1. member e. g. in θεμι-σκόπος `preserving justice' (Pi.), θεμισ-κρέων `ruling through justice' (Pi.), θεμιστο-πόλος `supporting the laws, obeying the oracles' (h. Cer. 103, inscr. Delphi IIIa);. As 2. member e. g. in ἄ-θεμις `lawless, unlawful' (Pi., E.), ἀ-θέμιτος `id.' (Hdt.), ἀ-θέμιστος `id.' (Il.), also ἀ-θεμίστιος (Od.; metr. by-form).Derivatives: θεμιστός (A. Th. 694 [lyr.]; after ἀ-θέμιστος); θεμιτός in οὑ θεμιτόν = οὑ θέμις (IA); Θεμίστιος surname of Zeus `Lord of the θέμιστες' (Plu.); also month name (Thessaly); θεμιστεῖος `regarding the θ.' (Pi.); θεμιστοσύναι = θέμιστες (Orph. H. 79, 6). Denomin. verbs: 1. θεμιστεύω `proclaim the θέμ., i. e. laws, oracles' (Od.) with θεμιστεία `giving oracles' (Str.). 2. θεμιτεύω `behave lawful' (E. Ba. 79 [lyr.]). 3. θεμιζέτω μαστιγούτω, νομοθετείτω. Κρῆτες H.; after Bechtel Dial. 2, 786 to be changed in θεμισσέτω (= Paus. Gr. Fr. 202); aor. ptc. θεμισσάμενος (Pi.). - Several PN, z. B. Θεμιστο-κλῆς (s. on θέμερος)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: To θέμις seems to agree Av. dā-mi- f. `creation', also `creator' (m. a. f.); cf. the same diff. between θέ-σις, - θε-τος as opposed to - dā-ti-, dā-ta- `basis, justice, law' (= θέμις). A problem is formed by the remarkable plural-formations θέμι-στ-ες, θέμι-στ-ος etc.; the explanation by Schulze (also Fraenkel Glotta 4, 22ff.) as a compound θεμι- and στᾱ- `stand', gives almost unsurmountable difficulties ; s. Frisk Eranos 48, 1ff. The occasional neutral genus acc. to Fraenkel from synonymous expressions like δέον, καλόν, προσῆκον (possible, but rather inherited from the Pre-Greek origin). - On the meaning of θέμις H. Vos Themis. Diss. Univ. Rheno-Traj. 1956. - Ruijgh convinced me (pers. comm.) that the strange inflection points to a Pre-Greek word.Page in Frisk: 1,660-661Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θέμις
-
12 hukukçu
νομικός, λειτουργός της θέμιδος -
13 mahkeme
δικαστήριο, ναός της θέμιδος
См. также в других словарях:
Θέμιδος — Θέμις that which is laid down fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέμιδος — θέμις that which is laid down fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… … Dictionary of Greek
Avenue Alexandras — L avenue Alexandras (Λεωφόρος Αλεξάνδρας « avenue Alexandra », du nom de la princesse Alexandra de Grèce, fille du roi Georges Ier de Grèce) est l une des grandes artères d Athènes. Longue d environ 3 km et d orientation est ouest, elle … Wikipédia en Français
HORAE — I. HORAE Calabriae urbs. Curopalates. II. HORAE Iovisac Themidis filiae. Hesiod. in Theogonia, Δεὐτερον ἠγάγετο λιπαρην` Θέμιν, ἣ τέκεν Ω῞ρας, Ε᾿υνομίην τε, Δίκην τε, καὶ Ε᾿ιρήνην τεθαλυῖαν, Α῞ιτ᾿ ἔργ᾿ ὡρεύουςι καταθνητοῖςι βροτοῖςι. Orpheus non… … Hofmann J. Lexicon universale
Ιχναίος — Ἰχναῑος, ία, ον (Α) 1. (επίθ. τής Θέμιδος και τής Νεμέσεως) αυτός που παρακολουθεί τα ίχνη 2. αυτός που κατάγεται από την πόλη Ίχναι τής Θεσσαλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να προέρχεται είτε από τον τ. ἴχνος από το τοπωνύμιο Ἴχναι] … Dictionary of Greek
ευνομία — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ευνομίας, κόρη του Δία και της Θέμης, αδελφή της Δίκης και της Ειρήνης, με τις οποίες αποτελούσε την τριάδα των Ωρών. Στην Αθήνα τη λάτρευαν μαζί με την Εύκλεια. Ο Τυρταίος ονόμασε ένα ποίημά του … Dictionary of Greek
θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… … Dictionary of Greek
λειτουργός — ο, η (AM λειτουργός, ὁ) 1. αυτός που επιτελεί έργο κοινής ωφέλειας, αυτός που ασκεί λειτούργημα («δικαστικός λειτουργός») 2. ιερουργός, κληρικός νεοελλ. φρ. α) «κοινωνικός λειτουργός» κοινωνικό όργανο που έχει αποστολή την προστασία και παροχή… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
χλόη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστοριάς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βελεστίνου. 3.… … Dictionary of Greek