-
1 θέμις
θέμις, ἡ, alter gen. ϑέμιστος; so immer bei Hom., auch vom nom. pr.; att. u. dor. ϑέμιτος; doch kommt bei den Tragg. u. in att. Prosa nur der nomin. vor u. der acc. ϑέμιν; ion. ϑέμιος, später gew. ϑέμιδος (τίϑημι); das Eingesetzte, die Satzung, das Gesetz, insoweit es auf altem heiligem Brauche beruht; so bes. bei Hom. in der Vrbdg ϑέμις ἐστί, es ist nach altem Brauche Recht, erlaubt, billig, fas est, οὔ μοι ϑέμις ἐστὶ ξεῖνον ἀτιμῆσαι Od. 14, 56, vgl. Il. 14, 388, wo δέος entgegensteht; 1g, 796. 23, 44; ἥ ϑέμις ἐστί, was od. wie es Rechtens, wie es Sitte u. Brauch ist, gew. ᾗ ϑέμις ἐστί geschrieben, vgl. Spitzner exc. 11. zur Il. 2, 73 u. Lehrs Quaest. Ep. p. 44; Hes. O. 139; auch c. gen., ἣ ϑέμις ἀνϑρώπων πέλει, Il. 9, 134. 277. 19, 177; ξείνια ἅ τε ξείνοις ϑέμις ἐστί (wo man nicht nothwendig δοῦναι ergänzen muß), die den Gästen ein Recht sind, ihnen nach heiligem Brauche gebühren, 11, 779. So auch Tragg.; ὅτι καὶ δυνατὸν καὶ ϑέμις αἰνεῖν Aesch. Ag. 98; παρϑενίου ϑ' αἵματος ἐπιϑυμεῖν ϑέμις 210; Suppl. 331 πότερα κατ' ἔχϑραν ἢ τὸ μὴ ϑέμις λέγεις; u. so indeclinabel Soph. O. C. 1193, nach wahrscheinlicher Lesart; bet Plat. Gorg. 505 d, οὐδὲ τοὺς μύϑους φασὶ μεταξὺ ϑέμις εἶναι καταλείπειν, ist εἶναι auszulassen u. φασί als Zwischensatz zu nehmen; stcherer aber ist Xen. Oec. 11, 11 u. Ael. H. A. 1, 60; Soph. εἴ μοι ϑέμις, ϑέλοιμ' ἄν, Phil. 657; O. C. 650. 1553; οὐκέτι μοι τόδε λαμπάδος ἱερὸν ὄμμα ϑέμις ὁρᾶν ταλαίνᾳ, ich darf nicht länger, Ant. 871; εἰ ϑέμις κλύειν Eur. Med. 675; εἰ ψαύοιμεν ὧν μή μοι ϑέμις I. A. 834, sc. ψαύειν; in Prosa, ἥν ϑέμις λέγειν μακαριωτάτην Plat. Phaedr. 250b; οὐ ϑέμις εἰπεῖν Isocr. 4, 92; Sp., οὐ ϑ. καταφρονεῖν Luc. Nigr. fl; ἐν τισὶ μὲν ἱεροῖς ϑέμις ἐσϑίειν ἰχϑῦς, ἐν ἄλλοις δὲ ἀσεβές S. Emp. pyrrh. 3, 923. – Im plur., bei Hom. sowohl δικασπόλοι, οἵ τε ϑέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται, welche die Gesetze aufrecht erhalten durch ihr Rechtsprechen, Il. 1, 238, als die richterliche Gewalt, ᾡ ἔδωκε Κρόνου παῖς σκῆπτρόν τ' ἠδὲ ϑέμιστας 2, 206; δίκῃ δ' ἴϑυνε ϑέμιστας Hes. O. 9, mit Gerechtigkeit verwalte das Recht; οὐδὲ ϑεμίστων λήϑεται, u. vergißt nicht der Gerechtigkeit, Theog. 235; δίκαι καὶ ϑέμιστες, Recht u. Gesetz, Od. 9, 215. Auch streitige Rechtsfälle, Rechtshändel, eigtl. wo Sitte u. Herkommen streitig geworden u. die Könige entscheiden müssen, κρίνειν ϑέμιστας, Il. 16, 387; Hes. Th. 85; vgl. nach οὔτ' ἀγοραὶ οὔτε ϑέμιστες Od. 9, 112, entweder Ordnung, regelnde Sitten, od. richterliche Entscheidungen nach altem Brauch. – Im sing., ἵνα σφ' ἀγορή τε ϑέμις τε ἤην Il. 11, 807, ὃς οὔ τινα οἶδε ϑέμιστα 5, 761, der kein Recht kennt, ein ἀϑέμιστος. – Anders λιπαρὰς τελέουσι ϑέμιστας 9, 15g. 298, sie zahlen reichliche Gebühren, die der König einzufordern das Recht hatte. – Λιὸς ϑέμιστες, die Satzungen des Zeus, seine als Gesetz geltenden Aussprüche, vom Orakel in Dodona, Od. 16, 403; dah. das Orakel, τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει ϑέμισσιν Pind. P. 4, 54. – Uebh. das Recht, das Gesetz; καὶ τήνδ' ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν ϑέμιν Assch. Ag. 1405; ἐπεί μοι τὴν ϑέμιν σὺ προὔβαλες Soph. Tr. 807; ὅσα τείνει πρὸς ϑέμιν καὶ ἀσέβειαν Plat. Conv. 188 d; Legg.XI, 925 d; auch Strafe, μένει Ἄρει 'κτί. νειν ὁμοίαν ϑέμιν Aesch. Suppl. 431. – Vgl. übrigens nom. pr.
См. также в других словарях:
Θέμιδος — Θέμις that which is laid down fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέμιδος — θέμις that which is laid down fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… … Dictionary of Greek
Avenue Alexandras — L avenue Alexandras (Λεωφόρος Αλεξάνδρας « avenue Alexandra », du nom de la princesse Alexandra de Grèce, fille du roi Georges Ier de Grèce) est l une des grandes artères d Athènes. Longue d environ 3 km et d orientation est ouest, elle … Wikipédia en Français
HORAE — I. HORAE Calabriae urbs. Curopalates. II. HORAE Iovisac Themidis filiae. Hesiod. in Theogonia, Δεὐτερον ἠγάγετο λιπαρην` Θέμιν, ἣ τέκεν Ω῞ρας, Ε᾿υνομίην τε, Δίκην τε, καὶ Ε᾿ιρήνην τεθαλυῖαν, Α῞ιτ᾿ ἔργ᾿ ὡρεύουςι καταθνητοῖςι βροτοῖςι. Orpheus non… … Hofmann J. Lexicon universale
Ιχναίος — Ἰχναῑος, ία, ον (Α) 1. (επίθ. τής Θέμιδος και τής Νεμέσεως) αυτός που παρακολουθεί τα ίχνη 2. αυτός που κατάγεται από την πόλη Ίχναι τής Θεσσαλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να προέρχεται είτε από τον τ. ἴχνος από το τοπωνύμιο Ἴχναι] … Dictionary of Greek
ευνομία — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ευνομίας, κόρη του Δία και της Θέμης, αδελφή της Δίκης και της Ειρήνης, με τις οποίες αποτελούσε την τριάδα των Ωρών. Στην Αθήνα τη λάτρευαν μαζί με την Εύκλεια. Ο Τυρταίος ονόμασε ένα ποίημά του … Dictionary of Greek
θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… … Dictionary of Greek
λειτουργός — ο, η (AM λειτουργός, ὁ) 1. αυτός που επιτελεί έργο κοινής ωφέλειας, αυτός που ασκεί λειτούργημα («δικαστικός λειτουργός») 2. ιερουργός, κληρικός νεοελλ. φρ. α) «κοινωνικός λειτουργός» κοινωνικό όργανο που έχει αποστολή την προστασία και παροχή… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
χλόη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστοριάς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βελεστίνου. 3.… … Dictionary of Greek