Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Θέμι

См. также в других словарях:

  • Θέμι — Θέμις that which is laid down fem voc sg Θέμῑ , Θέμις that which is laid down fem dat sg (epic doric ionic aeolic) Θέμις that which is laid down fem voc sg Θέμις that which is laid down fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμι — θέμις that which is laid down fem voc sg θέμῑ , θέμις that which is laid down fem dat sg (epic doric ionic aeolic) θέμις that which is laid down fem voc sg θέμις that which is laid down fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θέμι — νεοελλ. β συνθετικό λέξεων που λειτουργεί πλέον ως επίθημα που δηλώνει ότι το πρώτο συνθετικό τής λέξης βρίσκεται σε μεγάλη αφθονία («κοριτσοθέμι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. αρχ. θέμιον (< θέμα < τίθημι), πρβλ. εν θέμιον. Εξελίχθηκε σε επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • Θέμ' — Θέμι , Θέμις that which is laid down fem voc sg Θέμι , Θέμις that which is laid down fem voc sg Θέμι , Θέμις that which is laid down fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέμις — Θέμῑς , Θέμις that which is laid down fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Θέμις that which is laid down fem nom sg Θέμις that which is laid down fem nom sg Θέμις that which is laid down fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμις — θέμῑς , θέμις that which is laid down fem acc pl (attic epic doric ionic aeolic) θέμις that which is laid down fem nom sg θέμις that which is laid down fem nom sg θέμις that which is laid down fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …   Dictionary of Greek

  • θέμ' — θέμα , θέμα that which is placed neut nom/voc/acc sg θέμι , θέμις that which is laid down fem voc sg θέμι , θέμις that which is laid down fem voc sg θέμι , θέμις that which is laid down fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγι — και λόι νεοελλ. β συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που λειτουργεί πλέον ως επίθημα το οποίο δηλώνει αριθμητικό πλήθος, πλησμονή, αφθονία (πρβλ. γυναικολόι). Το παραγωγικό αυτό μόρφημα ανάγεται σε μτγν. αρχ. λόγιον < λόγος < λέγω («συλλέγω,… …   Dictionary of Greek

  • -μάνι — β συνθετικό ουσιαστικών που σημαίνει πλησμονή, ότι δηλ. αυτό που δηλώνεται από το α συνθετικό συνιστά πλήθος, μεγάλη ποσότητα (πρβλ. θέμι, λάσι, λό[γ]ι). Το β συνθετικό μάνι ανάγεται πιθ. στο λατ. manus με σημ. «πλήθος, όχλος».Σύνθετα με β… …   Dictionary of Greek

  • αγριελοθέμι — και αγριλοθέμι, το το αγριελοβόλι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγριελιά + περιεκτική κατάλ. θέμι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»