-
81 выбить
-бью, -бьешь, προστκ. выбей ρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω•выбить стекло σπάζω το τζάμι•
выбить дверь σπάζω την πόρτα•
выбить зуб σπάζω το δόντι.
|| εκβάλλω, βγάζω, εκδιώκω•выбить врага из окопов βγάζω τον εχθρό από τα χαρακώματα.
2. ξεσκονίζω χτυπώντας•выбить ковер ξεσκονίζω το χαλί με χτυπήματα.
3. καταστρέφω, χαλνώ•рожь -та градом η βρίζα χάλασε από το χαλάζι,
4. βαθουλώνω, κάνω λακκούβα χτυπώντας• κόβω, βγάζω ανάγλυφο (κέρματα, μετάλλια κ.τ.τ.).5. πλατύνω, εκλεπτύνω σφυρηλατώντας,εκφρ.выбить дорогу – ανοίγω δρόμο (με τη συχνή διάβαση οχημάτων).1. διεξέρχομαι,βγαίνω διασχίζοντας, διασχίζω. || απαλλάσσομαι•выбить из нищеты βγαίνω από τη φτώχεια•
выбить из долгов ξεχρεώνομαι.
2. βγαίνω, εξέρχομαι στην επιφάνεια, αναφαίνομαι (για νερό, φωτιά, φύτρες κ.τ.τ.).εξέχω•волосы -лись из-под шляпы τα μαλλιά βγήκαν κάτω από το καπέλλο.
εκφρ.выбить в люди – βγαίνω στην κοινωνία (αποκτώ κοινωνική πείρα). выбить на дорогу ευδοκιώ, προκόβω στην κοινωνία•выбить из графика ή расписания – παραβιάζω το δρομολόγιο•выбить из сил – αποκάμνω, κατεξαντλούμαι. -
82 выкатить
-ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.1. κυλώ προς τα έξω.2. περνώ γρήγορα•из-за угла -ил велосипед από τη γωνία βγήκε και πέρασε γρήγορα ένα ποδήλατο.
3. (απλ.) γουρλώνω τα μάτια.1. κυλώ, κυλιέμαι προς τα έξω•арбуз -лся из корзины το καρπούζι βγήκε και κύλισε έξω από το καλάθι.
2. εμφανίζομαι, προβάλλω, βγαίνω•поезд медленно -лся из-за поворота το τραίνο αργά πρόβαλε από τη στροφή.
|| μτφ. ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, το σκάζω•мы поспешно -лись за дверь εμείς βιαστικά το σκάσαμε από την πόρτα.
3. (απλ) γουρλώνω τα μάτια. -
83 выломать
ρ.σ.μ. σπάζω, θραύω, τσακίζω, βγάζω σπάζοντας• διαρυγνύω•выломать дверь σπάζω την πόρτα•
выломать руку σπάζω το χέρι.
σπάζω, θραύομαι, τσακίζομαι. -
84 высадить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. высаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αποβιβάζω, ξεμπαρκάρω• βγάζω, εξάγω• κατεβάζω. || βοηθώ να κατέβει•высадить больного из кресла σηκώνω τον άρρωστο από την πολυθρόνα•
-ребенка из коляски κατεβάζω το παιδάκι από το καροτσάκι.
2. μεταφυτεύω.3. (απλ.) σπάζω, -ξεκαρφώνω•-ли дверь έσπασαν την πόρτα.
αποβιβάζομαι, ξεμπαρκάρω• βγαίνω, εξέρχομαι κατεβαίνω. -
85 вышибить
-бу, -бешь, παρλθ. χρ. вышиб, -ла, -ло ρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω•вышибить дверь σπάζω την πόρτα.
|| χτυπώ.2. διώχνω βάναυσα, μέ τις σπρωξιές, σπρώχνω•вышибить пьяного из пивной, βγάζω έξω από τη μπυραρία το μεθυσμένο κακήν κακώς.
3. απολύω, αποβάλλω, διώχνω• διαγράφω (από υπηρεσία, σχολείο).εκφρ.вышибить дух – χτυπώ ώσπου να βγει η ψυχή. -
86 глухой
επ., βρ: глух, -а, -о; глуше.1. κουφός, κωφός•глухой от рождения κουφός γεννητάτος.
|| μτφ. αδιάφορος•он глух ко всем просьбам αυτός ειναι αδιάφορος σ’ όλες τις παρακλήσεις.
2. υπόκωφος, βαθύς, σαν από βάθος προερχόμενος. || κρυφός, άδηλος, αφανέρωτος•-ое недовольствие κρυφή δυσαρέσκεια.
3. πυκνός, αδιαπέραστος από χαμόκλαδα• άγριος.4. απόμακρος, απομακρυσμένος• απόκεντοος. || έρημος, ασύχναστος•-ая улица νεκρή οδός.
5. Κατάκλειστός, κλειστός από παντού.6. μτφ. βαθύς, προχωρημένος (για νύχτα, φθινόπωρο).εκφρ.-ое время ή -ая пора – καιρός μαρασμού, παρακμής, νεκρή εποχή•- ая дверь – ψευτόπορτα•- ое окно – ψευτοπαράθυρο•- ая стена – τυφλός τοίχος (χωρίς πόρτα και παράθυρα)•- ая -крапива – είδος τσουκνίδας που δεν προκαλεί κνησμό•- согласный – άηχο σύμφωνο•- ая плотина – φράγμα χωρίς οπές•глухой хирургический шов – συρραφή των χειλέων πληγής. -
87 горох
-а (-у) α. μπιζελιά. || μπιζέλι, αρακάς.εκφρ.как об стену ή в стену, от стены горох – στου κωφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα (αδύνατο να επιδράσεις)•при царе горохе – προ αμνημονεύτων χρόνων, τον καιρό του Νωε•-ом сыпать, сыпаться – κ.τ.τ. φλυαρώ πολύ, σαν το πολυβόλο πάει η γλώσσα. -
88 гуменный
επ.του αλωνιού•-ые ворота πόρτα της μάντρας του αλωνιού•
-ые корма αχυροτροφή.
-
89 двойной
ей.1. διπλός•материя -ой ширины ύφασμα διπλόφαρδο•
-ая дверь δίφυλλη πόρτα.
2. διπλάσιος.3. διπλοπρόσωπος, διπρόσωπος•вести -ую игру παίζω διπλό παιγνίδι.
εκφρ.- ая бухгалтерия – διπλογραφική λογιστική. -
90 двустворчатый
κ. двухстворчатый, επ. δίφυλλος•-ая дверь δίφυλλη πόρτα.
(ανατ.) δίθυρος•-ая раковина το δίθυρο όστρεο.
-
91 достучаться
-чусь, -читьсяρ.σ.κρούω, χτυπώ ώσπου ν' ακούσει•они так крепко спали, что я едва -лся αυτοί είχαν τόσο βαθύ ύπνο, που τρόμαξα να τους ξυπνήσω, χτυπώντας την πόρτα•
никак не могу достучаться χτυπώ-χτυπώ και καθόλου δεν ακούνε ή κανένας δεν απαντά.
-
92 дубасить
-ашу, -асишь, ρ.δ.1. μ. (απλ.) δέρνω, ξυλοφορτώνω, μαγκουρώνω, ξυλοκοπώ.2. κρούω, χτυπώ δυνατά•дубасить в дверь χτυπώ δυνατά την πόρτα..
-
93 задвижной
επ.κινητός•-ая дверь κινητή πόρτα.
-
94 задвинуть
ρ.σ.1. σπρώχνω, ωθώ• χώνω•задвинуть сапоги под кровать σπρώχνω τις μπότες κάτω από το κρεβάτι.
|| κλείνω•задвинуть дверь засовом κλείνω την πόρτα με το μάνταλο.
|| φράζω, εμποδίζω τη θέα•2. τραβώ, σύρω•задвинуть занавес κλείνω την κουρτίνα•
задвинуть задвишку περνώ το σύρτη.
σπρώχνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -лся засов περάστηκε ο σύρτης. -
95 заделать
ρ.σ.μ. κλείνω, βουλώνω, στουπώνω, επιστομώνω•заделать щели βουλώνω τις χαραμάδες•
заделать дыру βουλώνω την τρύπα.
|| φράζω, κλείνω•заделать дверь каменной кладкой κλείνω την πόρτα με πέτρινο τοίχο.
|| συσκευάζω•-ящик συσκευάζω κιβώτιο.
εκφρ.заделать семена – σπέρνω, σκεπάζω τους σπόρους.(διαλκ.) γίνομαι, καθίσταμαι•заделать машинистом γίνομαι μηχανοδηγός.
-
96 закрытый
επ. από μτχ.1. κλεισμένος, κλειστός•дверь -ая на замок η πόρτα είναι κλειδωμένη•
-ая машина κλειστό αυτοκίνητο•
газета закрытыйая правительством εφημερίδα, κλεισυέμένη από την κυβέρνηση (που κλείστηκε από την κυβέρνηση)•
закрытый воротник κλειστός γιακάς•
-ые границы κλειστά σύνορα.
2. όχι, για όλους, για περιορισμένο αριθμό•-ое партийное собрание κλειστή κομματική συνέλευση.
3. κρυφός μη φανερός•-ая форма туберкулеза κλειστή μορφή φυματίωσης.
εκφρ.- ое голосование – μυστική ψηφοφορία•- ое письмо – κλειστό γράμμα•- ые туфли – κλειστά παπούτσια•-ое учебное заведение οικοτροφείο, εκπαιδευτήριο εσωτερικών μαθητών•в -ом помещении – σε κλειστό χώρο. -
97 замкнуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замкнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. (παλ. κ. απλ.) κλειδώνω•замкнуть дверь κλειδώνω τήν πόρτα•
замкни ее в комнату κλείσε την στο δωμάτιο.
2. (ηλεκτρ.) ανοίγω•замкнуть электрическую цепь ανοίγω το κύκλωμα•
замкнуть кольцо окружения ολοκληρώνω τον κλοιό της πολιορκίας.
|| κυκλώνω από παντού.1. κλειδώνομαι, κλείνομαι•замок -лся η κλειδωνιά έκλεισε.
2. κλειδώνομαι, μέοα.3. (ηλεκτρ.) ανοίγω, κυκλοφορώ•-лась цепь άνοιξε το κύκλωμα.
εκφρ.замкнуть в себе – κλείνομαι, στον εαυτό μου, απομονώνομαι,. -
98 запахнуть
ρ.σ. αρχίζω να μυρίζω.ρ.σ.μ. κλείνω τα φύλλα ενδύματος•запахнуть полы халата κουμπώνω τη ρόμπα.
|| κλείνω απότομα (πόρτα, παράθυρο κ.τ.τ.).καλύπτομαι, τυλίγομαι, κουκουλώνομαι•-в шубу τυλίγομαι στη γούνα.
-
99 запереть
-пру, -прешь, παρλθ. χρ. запер-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заперший), παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запертый, βρ: -перт, -а, -о,επιρ. μτχ. заперев ρ.σ.μ.1. κλειδώνω, κλείνω με•запереть на ключ, на замок κλείνω με το κλαδί, την νιλειδωνιά•
запереть засовом μανταλώνω, περνώ το μάνταλο.
2. περιορίζω•запереть в монастырь κλείνω στο μοναστήρι.
|| μτφ. εμποδίζω τη διάβαση, φράζω.εκφρ.-ло дух ή дыхание – μου κλείστηκε ο λαιμός, μου πιάστηκε η αναπνοή.1. κλειδώνομαι μέσα. || μτφ. περιορίζομαι, απομονώνομαι.2. κλείνω•дверь крепко -лась η πόρτα γερά έκλεισε.
3. βλ. запираться (2 σημ.). -
100 затворить
-ори, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затворенный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.1. κλείνω με το,μάνταλο, μανταλώνω, συρτώνω, αμπαρώνω.2. κλειδώνω μέσα, εγκλείω, περιορίζω.1. βλ. ρ. ενεργ. φ. дверь -лась η πόρτα έκλεισε.2. κλείνομαι,κλειδώνομαι, αμπαρώνομαι•они -лись втроем и что-то тайно обсуждают κλειδώθηκαν οι τρεις και μυστικά κάτι συζητούν.
|| απομονώνομαι, κλείνομαι στον εαυτό μου, αποφεύγω τα εγκόσμια.
См. также в других словарях:
Πόρτα-Παναγιά — Βυζαντινός ναός της Θεσσαλίας, 20 χλμ. περίπου ΝΔ των Τρικάλων, κοντά στο χωριό Πύλη, στη δεξιά όχθη του χειμάρρου Πορταϊκού, ανάμεσα στα λίγα σπίτια του παλιού οικισμού Πόρτα, που καταστράφηκε το 1822. Η εκκλησία αυτή ήταν το καθολικό ενός… … Dictionary of Greek
πόρτα — η (λ. λατ.) 1. θύρα, πύλη, είσοδος: Του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα (τον έδιωξε). 2. ως κύρ. όν., Πόρτα η τουρκική κυβέρνηση, αλλ. Υψηλή Πύλη ή Πύλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πόρτα — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Κέρκυρας του ομώνυμου νομού. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.) στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού … Dictionary of Greek
Πόρτα, Κάρλο — (Porta, 1775 – 1821). Ιταλός ποιητής. Η πρώιμη πολιτική του σάτιρα, στράφηκε εναντίον της κυριαρχίας του Ναπολέοντα. Αργότερα επιτέθηκε έντονα κατά του αντιδραστικού καθεστώτος και της αυστριακής μοναρχίας. Ο Π., που θεωρείται ένας από τους… … Dictionary of Greek
Πόρτα, Τζιάκομο ντέλα — (Porta). Ιταλός αρχιτέκτονας (1540 – 1602). Ήταν μαθητής του Μιχαήλ Αγγέλου. Εργάστηκε στη Ρώμη και δέχτηκε την επίδραση του Βινιόλα. Από το 1573 επέβλεπε την ανέγερση του ναού του Αγίου Πέτρου. Στο διάστημα 1586 – 1593 κατασκεύασε τον κεντρικό… … Dictionary of Greek
Ντέλα Πόρτα, Τζάκομο — (Jacomo Della Porta, Ρώμη ;1540 – 1602). Ιταλός αρχιτέκτονας. Ερμηνευτής του Μιχαήλ Αγγέλου, όπως όλοι οι μανιεριστές, ανέπτυξε όλη την καλλιτεχνική του δραστηριότητα στη Ρώμη. Τα έργα του κατέχουν εξέχουσα θέση στην εποχή της μετάβασης των… … Dictionary of Greek
Walls of Constantinople — Istanbul, Turkey Map showing Constantinople and its walls du … Wikipedia
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
όρτα — η, ΝΜ 1. θύρα, φράγμα ξύλινο ή μετάλλινο, μονόφυλλο ή δίφυλλο που ανοιγοκλείνει, με το οποίο κλείνεται ένα άνοιγμα που χρησιμεύει ως είσοδος κτηρίου ή δωματίου 2. πύλη φρουρίου ή περιτειχισμένου χώρου (α. «κάστρο ξακουστό / με πόρτες ατσαλένιες… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek