Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+πόρτα

  • 101 захлопнуть

    ρ.σ.μ. κλείνω απότομα ή με δύναμη, με κρότο•

    птицу -ла западня το πουλί το ‘πιάσε η παγίδα•

    он -ул дверь αυτός έκλεισε την πόρτα με δύναμη.

    κλείνομαι απότομα, με δύναμη, με κρότο.

    Большой русско-греческий словарь > захлопнуть

  • 102 защемить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. защемленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    συμπιέζω, μαγκώνω. || αρχίζω να συμπιέζω, να μαγκώνω.
    συμπιέζομαι, μαγκώνομοα•

    платье -лось в двери το φόρεμα πιάστηκε στην πόρτα.

    Большой русско-греческий словарь > защемить

  • 103 из-за

    πρόθεση.
    1. απο, πίσω από από πέρα•

    смотреть из-за дверь κοιτάζω από την πόρτα•

    встать из-за стола σηκώνομαι από το τραπέζι•

    выскочить из-за угла ξεπετιέμαι από τη γωνία•

    из-за облака выплыла опять луна από πίσω από το σύννεφο ξαναβγήκε το φεγγάρι•

    он приехал из-за моря αυτός ήρθε από υπερπόντια χώρα•

    приехать границы έρχομαι από το εξωτερικό.

    2. λόγω, απο, εξ αιτίας•

    разошлись из-за пустяков χώρεσαν από το τίποτε•

    из-за шума ничего не слышно από το θόρυβο τίποτε δεν ακούεται•

    из-за дождя опоздал λόγω της βροχής άργησα•

    из-за того από αυτό• (ένεκα τούτου)•

    из-за какого-то обстоятельства από κάποιο περιστατικό•

    из-за тебя все неприятности εξ αιτίας σου όλα τα δυσάρεστα•

    из-за мелочей дерутся από μικροπράγματα τσακώνονται•

    жениться из-за денег παντρεύομαι για χρήματα•

    из-за тебя мы мучимся здесь από σένα !εμείς βασανιζόμαστε εδώ;

    Большой русско-греческий словарь > из-за

  • 104 клеёнчатый

    επ.
    επικαλυμμένος με μουσαμά. -ая дверь πόρτα επικαλυμμένη με μουσαμά•

    портфель μουσαμαδένιος χαρτοφύλακας.

    Большой русско-греческий словарь > клеёнчатый

  • 105 ключ

    α.
    1. κλειδί•

    запереть дверь на ключ κλείνω την πόρτα με το κλειδί•

    воровской ключ αντικλείδι.

    2. κλειδί κοχλίωσης και αποκοχλίωσης•

    французский ключ γαλλικό κλειδί•

    торцевой ключ κοίλο κλειδί περικοχλίων ή κουφωτό κλειδί.

    || κλειδί χορδότονο.
    3. μέσο προς λύση. || οδηγός για αποκάλυψη μυστικών ή αγνώστων.
    4. οχυρή (δεσπόζουσα) τοποθεσία.
    5. χειριστήριο τηλέγραφου, πομπός.
    6. (μουσ.) γνώμονας•

    скрипичный ключ γνώμονας του σολ•

    басовый ключ γνώμονας του φα.

    7. (αρχτ.) ο κεντρικός σφηνόλιθος τόξου, θόλου, αψίδας.
    εκφρ.
    ключ к шифру – κλειδί κρυπτογραφικού κώδικα.
    α.
    πηγή, βρύση.
    εκφρ.
    бить (ή кипеть) -ом – α) αναβλύζω, β) μτφ. ξεσπώ (για θυμό, οργή κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > ключ

  • 106 комнатный

    επ.
    του δωματίου•

    -ая дверь η πόρτα του δωματίου•

    -ая температура θερμοκρασία δωματίου•

    -не растения φυτά δωματίου•

    -ая собака σκυλάκι δωματίου.

    Большой русско-греческий словарь > комнатный

  • 107 красить

    крашу, красишь
    ρ.δ.
    1. βάφω•

    платье βάφω το φόρεμα•

    красить яйца βάφω αυγά.

    || χρωματίζω, μπογιατίζω•

    красить дверь χρωματίζω την πόρτα.

    2. αμ. βάφομαι•

    эта кофта -ит αυτή η μπλούζα βάφεται (την πιάνει η βαφή).

    3. ομορφαίνω, στολίζω, κοσμώ•

    не место -ит человека, а человек место δεν ομορφαίνει η θέση τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος τη θέση.

    βάφομαι. || χρωματίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    φτιασιδώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > красить

  • 108 кулисный

    επ.
    των παρασκηνίων•

    -ая дверь η πόρτα των παρασκηνίων.

    || του μοχλού. || της προστατευτικής ζώνης•

    -ые посевы προστατευτικά σπαρτά.

    Большой русско-греческий словарь > кулисный

  • 109 набухнуть

    -нет, παρλθ. χρ. набух, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. набухший
    ρ.σ. διογκώνομαι, διαστέλλομαι, φουσκώνω (από υγρασία)-πρήζομαι γεμίζω•

    дверь от сырости -хла η πόρτα από την υγρασία φούσκωσε•

    овраги -ли водой οι χαράδρες γέμισαν νερό•

    на деревьях -ли почки τα δέντρα μπουμπούκιασαν•

    -хщие глаза πρησμένα μάτια (από αϋπνία).

    Большой русско-греческий словарь > набухнуть

  • 110 навесить

    -вешу, -весишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навешенный, βρ: -шен, -а, -о.
    1. κρεμώ, αναρτώ•

    навесить портреты героев κρεμώ τα πορτρέτα των ηρώων.

    2. περνώ, βάζω•

    навесить дверь περνώ την πόρτα στους μεντεσέδες.

    Большой русско-греческий словарь > навесить

  • 111 наружу

    επίρ.
    1. προς τα έξω•

    дверь открывается наружу η πόρτα ανοίγει προς τα έξω•

    крот вишел наружу ο τυφλοπόντικας βγήκε έξω.

    2. μτφ. στα φόρα, στο φως•

    правда вышла наружу η αλήθεια έλαμψε•

    все его плутни вышли (выведены) όλες οι κατεργαριές του βγήκαν στα φόρα.

    εκφρ.
    весь (в(ся) наружу – ειλικρινέστατος, -η, που δεν κρύβει τίποτε•
    всё наружу – τίποτε το κρυφό.

    Большой русско-греческий словарь > наружу

  • 112 настежь

    επίρ.
    ορθάνοιχτα, διάπλατα, τελείως ανοιχτά•

    отворить дверь настежь ανοίγω την πόρτα διάπλατα•

    двери и окна настежь πόρτες και παράθυρα ορθάνοιχτα.

    Большой русско-греческий словарь > настежь

  • 113 неплотно

    επίρ.
    όχι εφαρμοστά•

    дверь неплотно закрыта η πόρτα δεν είναι εφαρμοστά κλεισμένη.

    Большой русско-греческий словарь > неплотно

  • 114 неприкрытый

    επ.
    1. λίγο ανοιχτός, μισοκλεισμένος, φιρός•

    -ая дверь φιρή πόρτα.

    2. ασκεπής, ασκέπαστος, ακάλυπτος. || μτφ. απροκάλυπτος, απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος.
    3. μτφ. ειλικρινής, απροφάσιστος, απροσχημάτιστος•

    -ая правда καθαρή αλήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > неприкрытый

  • 115 одинарный

    επ.
    μονός•

    -ая дверь μονή (μονόφυλλη) πόρτα.

    Большой русско-греческий словарь > одинарный

  • 116 одностворчатый

    επ.
    μονόφυλλος•

    -ая дверь μονόφυλλη πόρτα.

    Большой русско-греческий словарь > одностворчатый

  • 117 окрасить

    -йшу, -асишь, παθ. μτχ! παρλθ. χρ. окрашенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βάφω χρωματίζω, μπογιατίζω•

    окрасить ткань βάφω ύφασμα•

    окрасить дверь χρωματίζω την πόρτα•

    окрасить в жлтый цвет βάφω κίτρινο χρώμα.

    || για ηλιακές ακτίνες, φωτιά κ.τ.τ.) κοκκινίζω.
    2. μτφ. προσδίδω ιδιαίτερη έκφραση, διανθίζω.
    1. βάφομαι χρωματίζομαι, μπογιατίζομαι.
    2. κοκκινίζω, γίνομαι κόκκινος.

    Большой русско-греческий словарь > окрасить

  • 118 отворить

    орго
    -бришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отворенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ανοίγω•

    отворить дверь, окно ανοίγω την πόρτα, το παράθυρο.

    ανοίγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отворить

  • 119 отойти

    отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,
    επιρ. μτχ. отойдя
    ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•

    отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.

    || διανύω απόσταση•

    отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.

    || φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).
    2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•

    поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.

    3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•

    батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.

    4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•

    от темы απομακρύνομαι από το θέμα.

    5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•

    отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•

    отойти от места αφήνω τη θέση.

    || παύω να ασχολούμαι, παρατώ.
    6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•

    штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•

    обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•

    отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.

    8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.
    9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•

    дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.

    || χρησιμοποιούμαι για κάτι.
    10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•

    мода -шла -η μόδα πέρασε•

    лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.

    11. πεθαίνω, αποβιώνω.
    12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•

    я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.

    εκφρ.
    отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίς
    αφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•
    отойти от господ (на волю) ή отойти на волюπαλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•
    сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει.

    Большой русско-греческий словарь > отойти

  • 120 отпереть

    отопру, отопршь, παρλθ. χρ. отпер
    -ло, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. отперший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпертый, βρ: -перт, -а, -о, επίρ. μτχ. отперши κ. отперев ρ.σ.μ. ανοίγω, ξεκλειδώνω, ξεμανταλώνω• ξασφαλίζω•

    замбк ανοίγω την κλείδωνιά•

    он им отпер дверь αυτός τους άνοιξε την πόρτα.

    1. ανοίγομαι, ξεκλειδώνομαι, ξεμανταλώνομαι.
    2. αρνούμαι, δεν παραδέχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отпереть

См. также в других словарях:

  • Πόρτα-Παναγιά — Βυζαντινός ναός της Θεσσαλίας, 20 χλμ. περίπου ΝΔ των Τρικάλων, κοντά στο χωριό Πύλη, στη δεξιά όχθη του χειμάρρου Πορταϊκού, ανάμεσα στα λίγα σπίτια του παλιού οικισμού Πόρτα, που καταστράφηκε το 1822. Η εκκλησία αυτή ήταν το καθολικό ενός… …   Dictionary of Greek

  • πόρτα — η (λ. λατ.) 1. θύρα, πύλη, είσοδος: Του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα (τον έδιωξε). 2. ως κύρ. όν., Πόρτα η τουρκική κυβέρνηση, αλλ. Υψηλή Πύλη ή Πύλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πόρτα — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Κέρκυρας του ομώνυμου νομού. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.) στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού …   Dictionary of Greek

  • Πόρτα, Κάρλο — (Porta, 1775 – 1821). Ιταλός ποιητής. Η πρώιμη πολιτική του σάτιρα, στράφηκε εναντίον της κυριαρχίας του Ναπολέοντα. Αργότερα επιτέθηκε έντονα κατά του αντιδραστικού καθεστώτος και της αυστριακής μοναρχίας. Ο Π., που θεωρείται ένας από τους… …   Dictionary of Greek

  • Πόρτα, Τζιάκομο ντέλα — (Porta). Ιταλός αρχιτέκτονας (1540 – 1602). Ήταν μαθητής του Μιχαήλ Αγγέλου. Εργάστηκε στη Ρώμη και δέχτηκε την επίδραση του Βινιόλα. Από το 1573 επέβλεπε την ανέγερση του ναού του Αγίου Πέτρου. Στο διάστημα 1586 – 1593 κατασκεύασε τον κεντρικό… …   Dictionary of Greek

  • Ντέλα Πόρτα, Τζάκομο — (Jacomo Della Porta, Ρώμη ;1540 – 1602). Ιταλός αρχιτέκτονας. Ερμηνευτής του Μιχαήλ Αγγέλου, όπως όλοι οι μανιεριστές, ανέπτυξε όλη την καλλιτεχνική του δραστηριότητα στη Ρώμη. Τα έργα του κατέχουν εξέχουσα θέση στην εποχή της μετάβασης των… …   Dictionary of Greek

  • Walls of Constantinople — Istanbul, Turkey Map showing Constantinople and its walls du …   Wikipedia

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • όρτα — η, ΝΜ 1. θύρα, φράγμα ξύλινο ή μετάλλινο, μονόφυλλο ή δίφυλλο που ανοιγοκλείνει, με το οποίο κλείνεται ένα άνοιγμα που χρησιμεύει ως είσοδος κτηρίου ή δωματίου 2. πύλη φρουρίου ή περιτειχισμένου χώρου (α. «κάστρο ξακουστό / με πόρτες ατσαλένιες… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»