-
61 приникать
приникатьнесов, приникнуть сов μαζεύομαι, ζαρώνω:\приникать ухом к двери κολλώ τ' αὐτί μου στήν πόρτα. -
62 прихлопнуть
прихлопнутьсов см. прихлопывать 1,2·\прихлопнуть дверь κλείνω μέ βρόντο τήν πόρτα. -
63 пробивать
пробиватьнесов (делать отверстие) τρυπώ, ἀνοίγω τρύπα/ διατρυπώ, διαπερώ (пробойником, компостером):\пробивать окно́ (дверь) в стене́ ἀνοίγω παράθυρο (πόρτα) στον τοίχο· ◊ \пробивать брешь в чем-л. ἀνοίγω ρήγμα· \пробивать себе дорогу ἀνοίγω δρόμο. -
64 проскочить
проскочи||тьсов см. проскакивать· \проскочить в дверь περνώ ἀπό τήν πόρτα· \проскочитьло слово παρεισέφρυσε μιά λέξη. -
65 сильно
сильнонареч δυνατά. ἰσχυρώς, σφο-δρῶς:\сильно стуча́ть в дверь κτυπώ δυνατά τήν πόρτα· \сильно нуждаться ἔχω μεγάλη ἀνάγκη. -
66 соскочить
соскочи||тьсов1. см. соскакивать·2. (сорваться) βγαίνω (άμετ.):дверь \соскочитьла с петель ἡ πόρτα βγήκε ἀπό τους ρεζέ-δες. -
67 стеклянный
стеклянн||ыйприл1. γυάλινος, ὑάλι-νος:\стеклянныйая дверь ἡ γυάλινη πόρτα, ἡ τζαμόπορτα· \стеклянныйые изделия τά γυαλικά·2. перен (остекленевший) γυάλινος:\стеклянныйые глаза τά γυάλινα μάτια. -
68 стесництьться
стесни́цть||ться1. (сдвинуться) στριμώχνομαι:все \стесництьтьсялись у двери ὅλοι στριμώχθηκαν μπροστά στήν πόρτα·2. (ограничить себя в чем-л.) κάνω οίκονομία σφίγγομαι:накопились долги, пришлось \стесництьтьсяться μαζεύτηκαν πολλά χρέη, χρειάστηκε νά κάνουμε οίκονομία·3. (о дыхании и т. ἡ.) πιάνομαι:у него́ \стесництьтьсялось дыхание πιάστηκε ἡ ἀναπνοή гои. -
69 стучать
стуч||а́тьнесов χτυπώ, κτυπώ, κρούω:\стучать в дверь χτυπώ τήν πόρτα· \стучать кулаком по́ столу κτυπώ τή γροθιά στό τραπέζι· дождь \стучатьит в окно́ ἡ βροχή χτυπάει στό παράθυρο. -
70 тут
тут1. нареч (о месте) (έ)δώ ἐνταύθα:\тут много народу ἐδω εἶναι πολύς κόσμος·2. нареч (о времени) ἀμέσως:он \тут же пришел ήρθε ἀμέσως·3. частица:ну, какие уж \тут покупки γιά τί ψώνια μοδ λές τώρα· \тут кто́-то постучал? μήπως χτύπησε κανείς (τήν πόρτα);· ◊ не \тутто было πού νά μπορέσεις· а она \тут как \тут πάνω στήν ὠρα νάτην κι Ερχεται. -
71 хлопать
хлопатьнесов χτυπώ, βροντώ:\хлопать в ладоши а) χτυπώ παλαμάκια, б) (аплодировать) χειροκροτώ· \хлопать дверью βροντώ τήν πόρτα· \хлопать крыльями χτυπώ τά φτερά· \хлопать бичо́м χτυπώ μέ τό μαστίγιο· \хлопать по плечу́ кого́-л. χτυπώ κάποιον στον ὠμο· ◊ \хлопать ушами ἀκούω σάν κούτσουρο· \хлопать глазами а) ἀνοιγοκλείνω τά μάτια μου σαστισμένος (от растерянности и т. п.), б) κοιτάζω σάν χαζός (от непонимания). -
72 хорошенько
хорошеньконареч разг καλά, ὅπως πρέπει:закрой дверь \хорошенько κλείσε καλά τήν πόρτα. -
73 черный
черн||ыйприл β разн. знач. μαύρος, μέλας:\черныйая краска ἡ μαύρη μπογιά· \черныйые мысли οἱ μαύρες σκέψεις· \черныйые дни οἱ μαῦρες ἡμέρες· про \черный день γιά ὠρα ἀνάγκης· \черныйая неблагодарность ἡ μεγάλη ἀχαριστία· \черныйые силы οἱ μαύρες δυνάμεις· \черный ход ἡ πίσω πόρτα τοῦ σπιτιοῦ· \черныйая лестница ἡ σκάλα τής ὑπηρεσίας· \черныйая работа ἡ χονδρή δουλειά, ἡ χοντροδου-λειά· ◊ \черныйое дерево ὁ Εβενος, τό ἀμπα-νόζι· \черныйая биржа ἡ μαύρη ἀγορά· \черныйый глаз τό χακό μάτι· \черныйая доска ὁ μαύρος πίνακας· \черныйое золото τό κάρβουνο· \черныйая металлу́ргия ἡ σιδηρομεταλλουργία· \черныйая меланхолия ἡ μαύρη μελαγχολία· \черный хлеб τό μαῦρο ψωμί· \черныйая икра τό μαύρο χαβιάρι· \черный· ко́фе ὁ καφές· \черныйые списки ὁ μαύρος κατάλογος (или πίνακας)· \черныйые сотни οἱ μαῦρες ἐκατονταρχιες· держать кого-л. в \черныйом теле κακομεταχειρίζομαι κάποιον видеть все в \черныйом свете τά βλέπω ὅλα μαῦρα· называть белое \черныйым λέω τή μέρα νύχτα· между ними \черныйая кошка пробежала κάποιος τους μάτιαξε· \черныйым по белому (написано) καθαρά ξεκάθαρα γραμμένο. -
74 яйцо
яйц||ос в разн. знач. τό αὐγό, τό ὠόν:\яйцо всмятку τό μελατο[ν] αὐγό· \яйцо вкрутую τό σφιχτό αὐγό· \яйцо в мешочек αὐγό βραστό· класть яйца γεννώ αὐγά· сидеть на яйцах κλωσσώ αὐγά· ◊ это выеденного \яйцоа не стоит αὐτό δέν ἀξίζει πεντάρα τσακιστή· яйца ку́рицу не у́чат ирон. ≈ ελα παπποῦ μου, νά σοῦ δείξω τ' ἀμπέλια σου· носиться как курица с \яйцоо́м αβρακος βρακίν ἐφόρει - κάθε πόρτα καί τό θώρει. -
75 дверь
[νήβιερ'] ουα θ. πόρτα -
76 дверь
[νήβιερ'] ουα θ. πόρτα -
77 взломать
ρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω, ανοίγω με σπάσιμο•вор -ал дверь ο κλέφτης έσπασε την πόρτα.
|| χαλνώ, ξεκαρφώνω, σπάζω•взломать пол χαλνώ το πάτωμα.
2. (στρατ.) κάνω ρήγμα•наши войска -ли оборону противника τα στρατεύματα μας έσπασαν την άμυνα του εχθοου.
σπάζω, θραύομαι (για πάγο). -
78 висеть
вишу, висишь, ρ.δ.1. κρέμομαι, εξαρτιέμαι•лампа висит η λάμπα κρέμεται.
|| είμαι ευρύχωρος•пиджак на тебе висит το σακκάκι σου είναι ευρύχωρο (σα να κρέμεται).
2. κολλώ, επικολλώ, αναρτώ•на двери висит объявление στην πόρτα είναι κολλημένη (αναρτιμένη) ανακοίνωση.
3. επικρέμαμαι•дамоклов меч -ел над его головой ή δαμόκλειος σπάθη κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του.
|| επίκειται, επέρχεται, πλησιάζει•беда висит над его головой δυστυχία (κακό) θά πέσει ατό σπίτι του.
εκφρ.висеть в воздухе – (απλ.) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι•висеть на волоске ή на ниточке – κρέμομαι άπο μια τρίχα•мир висит на волоске – η ειρήνη κρέμεται από μια τρίχα. -
79 волчок
-чка α.1. σβούρα, στρόβιλος•вер тбться -ом φέονω γύρω σαν τη σβούρα.
2. μάτι, οπή (στην πόρτα της φυλακής για την παρακολούθηση των φυλακισμένων).3. (δεντοοκ.) βλαστάρι, φιντάνι. -
80 врезать
вре/ зать, вреза/тьврежу, врежешь ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα εγκόπτοντας•врезать замок в дверь βάζω εσωτερική κλειδαριά στην πόρτα.
2. μτφ. τυπώνω, βάζω (στο μυαλό, νου, μνήμη).1. κόβοντας, σχίζοντας μπαίνω μέσα, μπήγομαι, χώνομαι μέσα•лодка -лась в песок η βάρκα κόλλησε στον άμμο.
2. εισβάλλω, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω•конница -лась в неприятельскую пехоту το ιππικό εισέδυσε στο εχθρικό πεζικό.
3. μτφ. τυπώνομαι (στο μυαλό, νου, μνήμη).4. (απλ.) ερωτεύομαι•врезать по уши ερωτεύομαι τρελλά, είμαι φοβερά ερωτοχτυπημένος.
См. также в других словарях:
Πόρτα-Παναγιά — Βυζαντινός ναός της Θεσσαλίας, 20 χλμ. περίπου ΝΔ των Τρικάλων, κοντά στο χωριό Πύλη, στη δεξιά όχθη του χειμάρρου Πορταϊκού, ανάμεσα στα λίγα σπίτια του παλιού οικισμού Πόρτα, που καταστράφηκε το 1822. Η εκκλησία αυτή ήταν το καθολικό ενός… … Dictionary of Greek
πόρτα — η (λ. λατ.) 1. θύρα, πύλη, είσοδος: Του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα (τον έδιωξε). 2. ως κύρ. όν., Πόρτα η τουρκική κυβέρνηση, αλλ. Υψηλή Πύλη ή Πύλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πόρτα — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Κέρκυρας του ομώνυμου νομού. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.) στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού … Dictionary of Greek
Πόρτα, Κάρλο — (Porta, 1775 – 1821). Ιταλός ποιητής. Η πρώιμη πολιτική του σάτιρα, στράφηκε εναντίον της κυριαρχίας του Ναπολέοντα. Αργότερα επιτέθηκε έντονα κατά του αντιδραστικού καθεστώτος και της αυστριακής μοναρχίας. Ο Π., που θεωρείται ένας από τους… … Dictionary of Greek
Πόρτα, Τζιάκομο ντέλα — (Porta). Ιταλός αρχιτέκτονας (1540 – 1602). Ήταν μαθητής του Μιχαήλ Αγγέλου. Εργάστηκε στη Ρώμη και δέχτηκε την επίδραση του Βινιόλα. Από το 1573 επέβλεπε την ανέγερση του ναού του Αγίου Πέτρου. Στο διάστημα 1586 – 1593 κατασκεύασε τον κεντρικό… … Dictionary of Greek
Ντέλα Πόρτα, Τζάκομο — (Jacomo Della Porta, Ρώμη ;1540 – 1602). Ιταλός αρχιτέκτονας. Ερμηνευτής του Μιχαήλ Αγγέλου, όπως όλοι οι μανιεριστές, ανέπτυξε όλη την καλλιτεχνική του δραστηριότητα στη Ρώμη. Τα έργα του κατέχουν εξέχουσα θέση στην εποχή της μετάβασης των… … Dictionary of Greek
Walls of Constantinople — Istanbul, Turkey Map showing Constantinople and its walls du … Wikipedia
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
όρτα — η, ΝΜ 1. θύρα, φράγμα ξύλινο ή μετάλλινο, μονόφυλλο ή δίφυλλο που ανοιγοκλείνει, με το οποίο κλείνεται ένα άνοιγμα που χρησιμεύει ως είσοδος κτηρίου ή δωματίου 2. πύλη φρουρίου ή περιτειχισμένου χώρου (α. «κάστρο ξακουστό / με πόρτες ατσαλένιες… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek