Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+πόρτα

  • 61 приникать

    приникать
    несов, приникнуть сов μαζεύομαι, ζαρώνω:
    \приникать ухом к двери κολλώ τ' αὐτί μου στήν πόρτα.

    Русско-новогреческий словарь > приникать

  • 62 прихлопнуть

    прихлопнуть
    сов см. прихлопывать 1,2·\прихлопнуть дверь κλείνω μέ βρόντο τήν πόρτα.

    Русско-новогреческий словарь > прихлопнуть

  • 63 пробивать

    пробивать
    несов (делать отверстие) τρυπώ, ἀνοίγω τρύπα/ διατρυπώ, διαπερώ (пробойником, компостером):
    \пробивать окно́ (дверь) в стене́ ἀνοίγω παράθυρο (πόρτα) στον τοίχο· ◊ \пробивать брешь в чем-л. ἀνοίγω ρήγμα· \пробивать себе дорогу ἀνοίγω δρόμο.

    Русско-новогреческий словарь > пробивать

  • 64 проскочить

    проскочи||ть
    сов см. проскакивать· \проскочить в дверь περνώ ἀπό τήν πόρτα· \проскочитьло слово παρεισέφρυσε μιά λέξη.

    Русско-новогреческий словарь > проскочить

  • 65 сильно

    сильно
    нареч δυνατά. ἰσχυρώς, σφο-δρῶς:
    \сильно стуча́ть в дверь κτυπώ δυνατά τήν πόρτα· \сильно нуждаться ἔχω μεγάλη ἀνάγκη.

    Русско-новогреческий словарь > сильно

  • 66 соскочить

    соскочи||ть
    сов
    1. см. соскакивать·
    2. (сорваться) βγαίνω (άμετ.):
    дверь \соскочитьла с петель ἡ πόρτα βγήκε ἀπό τους ρεζέ-δες.

    Русско-новогреческий словарь > соскочить

  • 67 стеклянный

    стеклянн||ый
    прил
    1. γυάλινος, ὑάλι-νος:
    \стеклянныйая дверь ἡ γυάλινη πόρτα, ἡ τζαμόπορτα· \стеклянныйые изделия τά γυαλικά·
    2. перен (остекленевший) γυάλινος:
    \стеклянныйые глаза τά γυάλινα μάτια.

    Русско-новогреческий словарь > стеклянный

  • 68 стесництьться

    стесни́цть||ться
    1. (сдвинуться) στριμώχνομαι:
    все \стесництьтьсялись у двери ὅλοι στριμώχθηκαν μπροστά στήν πόρτα·
    2. (ограничить себя в чем-л.) κάνω οίκονομία σφίγγομαι:
    накопились долги, пришлось \стесництьтьсяться μαζεύτηκαν πολλά χρέη, χρειάστηκε νά κάνουμε οίκονομία·
    3. (о дыхании и т. ἡ.) πιάνομαι:
    у него́ \стесництьтьсялось дыхание πιάστηκε ἡ ἀναπνοή гои.

    Русско-новогреческий словарь > стесництьться

  • 69 стучать

    стуч||а́ть
    несов χτυπώ, κτυπώ, κρούω:
    \стучать в дверь χτυπώ τήν πόρτα· \стучать кулаком по́ столу κτυπώ τή γροθιά στό τραπέζι· дождь \стучатьит в окно́ ἡ βροχή χτυπάει στό παράθυρο.

    Русско-новогреческий словарь > стучать

  • 70 тут

    тут
    1. нареч (о месте) (έ)δώ ἐνταύθα:
    \тут много народу ἐδω εἶναι πολύς κόσμος·
    2. нареч (о времени) ἀμέσως:
    он \тут же пришел ήρθε ἀμέσως·
    3. частица:
    ну, какие уж \тут покупки γιά τί ψώνια μοδ λές τώρα· \тут кто́-то постучал? μήπως χτύπησε κανείς (τήν πόρτα);· ◊ не \тутто было πού νά μπορέσεις· а она \тут как \тут πάνω στήν ὠρα νάτην κι Ερχεται.

    Русско-новогреческий словарь > тут

  • 71 хлопать

    хлопать
    несов χτυπώ, βροντώ:
    \хлопать в ладоши а) χτυπώ παλαμάκια, б) (аплодировать) χειροκροτώ· \хлопать дверью βροντώ τήν πόρτα· \хлопать крыльями χτυπώ τά φτερά· \хлопать бичо́м χτυπώ μέ τό μαστίγιο· \хлопать по плечу́ кого́-л. χτυπώ κάποιον στον ὠμο· ◊ \хлопать ушами ἀκούω σάν κούτσουρο· \хлопать глазами а) ἀνοιγοκλείνω τά μάτια μου σαστισμένος (от растерянности и т. п.), б) κοιτάζω σάν χαζός (от непонимания).

    Русско-новогреческий словарь > хлопать

  • 72 хорошенько

    хорошенько
    нареч разг καλά, ὅπως πρέπει:
    закрой дверь \хорошенько κλείσε καλά τήν πόρτα.

    Русско-новогреческий словарь > хорошенько

  • 73 черный

    черн||ый
    прил β разн. знач. μαύρος, μέλας:
    \черныйая краска ἡ μαύρη μπογιά· \черныйые мысли οἱ μαύρες σκέψεις· \черныйые дни οἱ μαῦρες ἡμέρες· про \черный день γιά ὠρα ἀνάγκης· \черныйая неблагодарность ἡ μεγάλη ἀχαριστία· \черныйые силы οἱ μαύρες δυνάμεις· \черный ход ἡ πίσω πόρτα τοῦ σπιτιοῦ· \черныйая лестница ἡ σκάλα τής ὑπηρεσίας· \черныйая работа ἡ χονδρή δουλειά, ἡ χοντροδου-λειά· ◊ \черныйое дерево ὁ Εβενος, τό ἀμπα-νόζι· \черныйая биржа ἡ μαύρη ἀγορά· \черныйый глаз τό χακό μάτι· \черныйая доска ὁ μαύρος πίνακας· \черныйое золото τό κάρβουνο· \черныйая металлу́ргия ἡ σιδηρομεταλλουργία· \черныйая меланхолия ἡ μαύρη μελαγχολία· \черный хлеб τό μαῦρο ψωμί· \черныйая икра τό μαύρο χαβιάρι· \черный· ко́фе ὁ καφές· \черныйые списки ὁ μαύρος κατάλογος (или πίνακας)· \черныйые сотни οἱ μαῦρες ἐκατονταρχιες· держать кого-л. в \черныйом теле κακομεταχειρίζομαι κάποιον видеть все в \черныйом свете τά βλέπω ὅλα μαῦρα· называть белое \черныйым λέω τή μέρα νύχτα· между ними \черныйая кошка пробежала κάποιος τους μάτιαξε· \черныйым по белому (написано) καθαρά ξεκάθαρα γραμμένο.

    Русско-новогреческий словарь > черный

  • 74 яйцо

    яйц||о
    с в разн. знач. τό αὐγό, τό ὠόν:
    \яйцо всмятку τό μελατο[ν] αὐγό· \яйцо вкрутую τό σφιχτό αὐγό· \яйцо в мешочек αὐγό βραστό· класть яйца γεννώ αὐγά· сидеть на яйцах κλωσσώ αὐγά· ◊ это выеденного \яйцоа не стоит αὐτό δέν ἀξίζει πεντάρα τσακιστή· яйца ку́рицу не у́чат ирон. ≈ ελα παπποῦ μου, νά σοῦ δείξω τ' ἀμπέλια σου· носиться как курица с \яйцоо́м αβρακος βρακίν ἐφόρει - κάθε πόρτα καί τό θώρει.

    Русско-новогреческий словарь > яйцо

  • 75 дверь

    [νήβιερ'] ουα θ. πόρτα

    Русско-греческий новый словарь > дверь

  • 76 дверь

    [νήβιερ'] ουα θ. πόρτα

    Русско-эллинский словарь > дверь

  • 77 взломать

    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, ανοίγω με σπάσιμο•

    вор -ал дверь ο κλέφτης έσπασε την πόρτα.

    || χαλνώ, ξεκαρφώνω, σπάζω•

    взломать пол χαλνώ το πάτωμα.

    2. (στρατ.) κάνω ρήγμα•

    наши войска -ли оборону противника τα στρατεύματα μας έσπασαν την άμυνα του εχθοου.

    σπάζω, θραύομαι (για πάγο).

    Большой русско-греческий словарь > взломать

  • 78 висеть

    вишу, висишь, ρ.δ.
    1. κρέμομαι, εξαρτιέμαι•

    лампа висит η λάμπα κρέμεται.

    || είμαι ευρύχωρος•

    пиджак на тебе висит το σακκάκι σου είναι ευρύχωρο (σα να κρέμεται).

    2. κολλώ, επικολλώ, αναρτώ•

    на двери висит объявление στην πόρτα είναι κολλημένη (αναρτιμένη) ανακοίνωση.

    3. επικρέμαμαι•

    дамоклов меч -ел над его головой ή δαμόκλειος σπάθη κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του.

    || επίκειται, επέρχεται, πλησιάζει•

    беда висит над его головой δυστυχία (κακό) θά πέσει ατό σπίτι του.

    εκφρ.
    висеть в воздухе – (απλ.) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι•
    висеть на волоске ή на ниточке – κρέμομαι άπο μια τρίχα•
    мир висит на волоске – η ειρήνη κρέμεται από μια τρίχα.

    Большой русско-греческий словарь > висеть

  • 79 волчок

    -чка α.
    1. σβούρα, στρόβιλος•

    вер тбться -ом φέονω γύρω σαν τη σβούρα.

    2. μάτι, οπή (στην πόρτα της φυλακής για την παρακολούθηση των φυλακισμένων).
    3. (δεντοοκ.) βλαστάρι, φιντάνι.

    Большой русско-греческий словарь > волчок

  • 80 врезать

    вре/ зать, вреза/ть
    врежу, врежешь ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα εγκόπτοντας•

    врезать замок в дверь βάζω εσωτερική κλειδαριά στην πόρτα.

    2. μτφ. τυπώνω, βάζω (στο μυαλό, νου, μνήμη).
    1. κόβοντας, σχίζοντας μπαίνω μέσα, μπήγομαι, χώνομαι μέσα•

    лодка -лась в песок η βάρκα κόλλησε στον άμμο.

    2. εισβάλλω, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω•

    конница -лась в неприятельскую пехоту το ιππικό εισέδυσε στο εχθρικό πεζικό.

    3. μτφ. τυπώνομαι (στο μυαλό, νου, μνήμη).
    4. (απλ.) ερωτεύομαι•

    врезать по уши ερωτεύομαι τρελλά, είμαι φοβερά ερωτοχτυπημένος.

    Большой русско-греческий словарь > врезать

См. также в других словарях:

  • Πόρτα-Παναγιά — Βυζαντινός ναός της Θεσσαλίας, 20 χλμ. περίπου ΝΔ των Τρικάλων, κοντά στο χωριό Πύλη, στη δεξιά όχθη του χειμάρρου Πορταϊκού, ανάμεσα στα λίγα σπίτια του παλιού οικισμού Πόρτα, που καταστράφηκε το 1822. Η εκκλησία αυτή ήταν το καθολικό ενός… …   Dictionary of Greek

  • πόρτα — η (λ. λατ.) 1. θύρα, πύλη, είσοδος: Του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα (τον έδιωξε). 2. ως κύρ. όν., Πόρτα η τουρκική κυβέρνηση, αλλ. Υψηλή Πύλη ή Πύλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πόρτα — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Κέρκυρας του ομώνυμου νομού. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.) στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού …   Dictionary of Greek

  • Πόρτα, Κάρλο — (Porta, 1775 – 1821). Ιταλός ποιητής. Η πρώιμη πολιτική του σάτιρα, στράφηκε εναντίον της κυριαρχίας του Ναπολέοντα. Αργότερα επιτέθηκε έντονα κατά του αντιδραστικού καθεστώτος και της αυστριακής μοναρχίας. Ο Π., που θεωρείται ένας από τους… …   Dictionary of Greek

  • Πόρτα, Τζιάκομο ντέλα — (Porta). Ιταλός αρχιτέκτονας (1540 – 1602). Ήταν μαθητής του Μιχαήλ Αγγέλου. Εργάστηκε στη Ρώμη και δέχτηκε την επίδραση του Βινιόλα. Από το 1573 επέβλεπε την ανέγερση του ναού του Αγίου Πέτρου. Στο διάστημα 1586 – 1593 κατασκεύασε τον κεντρικό… …   Dictionary of Greek

  • Ντέλα Πόρτα, Τζάκομο — (Jacomo Della Porta, Ρώμη ;1540 – 1602). Ιταλός αρχιτέκτονας. Ερμηνευτής του Μιχαήλ Αγγέλου, όπως όλοι οι μανιεριστές, ανέπτυξε όλη την καλλιτεχνική του δραστηριότητα στη Ρώμη. Τα έργα του κατέχουν εξέχουσα θέση στην εποχή της μετάβασης των… …   Dictionary of Greek

  • Walls of Constantinople — Istanbul, Turkey Map showing Constantinople and its walls du …   Wikipedia

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • όρτα — η, ΝΜ 1. θύρα, φράγμα ξύλινο ή μετάλλινο, μονόφυλλο ή δίφυλλο που ανοιγοκλείνει, με το οποίο κλείνεται ένα άνοιγμα που χρησιμεύει ως είσοδος κτηρίου ή δωματίου 2. πύλη φρουρίου ή περιτειχισμένου χώρου (α. «κάστρο ξακουστό / με πόρτες ατσαλένιες… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»