-
21 стукнуть
ρ.σ.1. χτυπώ•стукнуть кулаком по столу χτυπώ με τη γροθιά στο τραπέζι.
2. κροτώ•-в дверь χτυπώ στην πόρτα.
|| μ. (απλ.) σκοτώνω, φονεύω• τραυματίζω. || μτφ. δέρνω.3. (για καιρό, χρόνο, εποχή) πλησιάζω, είμαι στα πρόθυρα, χτυπώ την πόρτα.4. τσουγκρίζω τα ποτήρια. || απρόσ. (για ηλικία) συμπληρώνω, κλείνω•ему -ло шестьдесять αυτός έ κλείσε τα εξήντα.
εκφρ.в голову -ло кому – του κατέβηκε κάποιου στο κεφάλι (η σκέψη)•водка -ла в голову ему – τον χτύπησε η βότκα στο κεφάλι (τον μέθυσε).χτυπώ, -ιέμαι•стукнуть головами χτυπιόμαστε με τα κεφάλια•
стукнуть лбом об стену χτυπώ με το μέτωπο στον τοίχο.
-
22 балласт-порт
мор. η θύρα/πόρτα ερματισμού του πλοίου με στερεά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балласт-порт
-
23 вертушка
1. (гидрометрический прибор) ο υδρομετρικός μυλίσκος 2. (лага) η έλικα του δρομόμετρου 3. (дверь) η περιστρεφόμενη πόρτα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вертушка
-
24 ворота
1. (створы для запирания входа или проезда) η πύλη, η θύρα, η πόρτα* кормовые - οι πρυμνιές πόρτεςшлюзные - η υδροφρακτική θύρα λεκάνης, δεξαμενής ή νηοδόχης2. (горный проход) τα στενά 3. (морской пролив) το στενό 4. мед. οι πύλες (πλ.) 5. (в спорте) το τέρμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ворота
-
25 зонт
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зонт
-
26 лацпорт
мор. η θύρα του παραπέτου, η πόρτα, η Ούρατο άνοιγμα για τους επιβάτες ή το φορτίο, входной - εισόδουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лацпорт
-
27 навешивать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > навешивать
-
28 носовой
1. мор. πρωραίοςπλωριόςτης πλώρης- козырёк το παραπέτο, η μάσκα (ξεν.)2. анат. ρινικός, της μύτης 3. лингв. ρινικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > носовой
-
29 ход
1. (движение) η κίνηση, η πορείαво время - а судна мор. κατά την πορεία του σκάφουςна - у мор. σε πορεία, εν πλω- όπισθεν- ανάποδα2. (пере-мещение механизма) η διαδρομή, η μετακίνηση 3. (работа, эксплуатация) η κίνηση, η λειτουργία 4. (скорость) η ταχύτητα, η κίνησηполный вперед мор. - πρόσω ολοταχώςсамый малый мор. - αργάсредний мор. - ημιταχώς5. (в теплообменном аппарате) η διαδρομή 6. (место, через которое проходят) η διάβαση, η είσοδοςτο πέρασμαчёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πίσω πόρτα7. (развитие чего-л.) η πορείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ход
-
30 шахта
1. горн. το ορυχείο, το μεταλλείο 2. (судна) το φρεάτιο 3. косм. το σιλό (ξεν.) 4. тех. το φρεάτι/οдверь - ы πόρτα/θύρα - ουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шахта
-
31 запеканка
-
32 запереть
κλειδώνω, κλείνωзапри́те дверь — κλείστε την πόρτα
-
33 захлопнуть
захлопнуть, захлопывать κλείνω (με κρότο) \захлопнуться: дверь захлопнулась η πόρτα έκλει σε (με κρότο)* * *= захлопывать -
34 захлопнуться
дверь захло́пнулась — η πόρτα έκλεισε (με κρότο)
-
35 вертушка
вертушкаж разг1. (дверь) ἡ περιστρεφόμενη πόρτα·2. (о женщине) ἡ φλύαρη, ἡ ἐλαφρόμυαλη γυναίκα, ἡ σου-σουράδα. -
36 взламывать
взламыватьнесов διαρρηγνύω, συντρίβω, σπάζω:\взламывать дверь σπάζω τήν πόρτα. -
37 вламываться
вламыватьсянесов разг ἐΐσορμώ, μπουκάρω, μπαίνω ἀπότομα, ἐνσκήπτω:\вламываться в дверь παραβιάζω τήν πόρτα. -
38 горох
горохм τό μπιζέλι, τό ρεβίθι, τό ρο-βίθι/ ὁ ἀρακᾶς (крупный):◊ как об стену \горох разг στοῦ κουφοῦ τήν πόρτα ὅσο θέλεις βρόντα· при царе Горохе разг στόν καιρό τοῦ Νώε, στά πολύ παληά χρόνια. -
39 держать
держатьнесоз. в разн. знач. κρατῶ, βαστώ:\держать за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· \держать в повинозении κρατώ σέ ὑποταγή· \держать на строгой диете κρατώ σέ αὐστηρή δίαιτα· \держать деньги в сберегательной кассе ἔχω τά χρήματα μου στό ταμιευτήριο· \держать Дверь открытой ἔχω τήν πόρτα ἀνοιχτή· \держать продукты в холодном месте φυλάγω τά τρόφιμα σέ κρύο μέρρς· \держать· в памяти θυμάμαι· ◊ \держать речь ὁμιλώ, βγάζω λόγο, ἀγορεύω· \держать совет συνεδριάζω· \держать вправо (влево) πηγαίνω δεξιά (αριστερά)· \держать у себя ἔχω (или κρατώ) ἀπάνω μου· \держать кого-л. в курсе дела κρατώ (или τηρώ) ἐνήμερον, ἐνημερώνω· \держать в руках кого́-либо κρατώ (или Εχω) κάποιον στό χέρι μοο· \держать кого́-л. в черном теле κακομεταχειρίζομαι, ταλαιπωρώ κάποιον не уметь себя \держать δέν ξέρω νά φέρομαι· \держать слово κ-ρατώ τόν λόγο μου· \держать пари́ στοιχηματίζω· \держать язык за зубами ράβω τό στόμα μου· не \держать при себе δέν κρατώ ἐπάνω μου· \держать экзамены δίνω ἐξετάσεις· \держать ауть διευθύνομαι, κατευθύνομαι, πορεύομαι· \держать курс на... мор. κατευθύνομαι προς..· \держать чью-л. сторону εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· \держать в тайне κρατῶ μυστικὅ \держать у́хо востро́ разг ἔχω τά μάτια μου τέσσερα· держите вора! πιάστε τόν κλέφτη!· \держать первенство спорт. κρατῶ τά πρωτεία.^ -
40 заделать
заделатьсов, заделывать несов φράσσω, φράττω / κλείνω, βουλώνω, στουμπώνω (затыкать):\заделать дверь φράζω τήν πόρτα· \заделать течь мор. βουλώνω (или στουμπώνω) τήν τρύπα.
См. также в других словарях:
Πόρτα-Παναγιά — Βυζαντινός ναός της Θεσσαλίας, 20 χλμ. περίπου ΝΔ των Τρικάλων, κοντά στο χωριό Πύλη, στη δεξιά όχθη του χειμάρρου Πορταϊκού, ανάμεσα στα λίγα σπίτια του παλιού οικισμού Πόρτα, που καταστράφηκε το 1822. Η εκκλησία αυτή ήταν το καθολικό ενός… … Dictionary of Greek
πόρτα — η (λ. λατ.) 1. θύρα, πύλη, είσοδος: Του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα (τον έδιωξε). 2. ως κύρ. όν., Πόρτα η τουρκική κυβέρνηση, αλλ. Υψηλή Πύλη ή Πύλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πόρτα — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Κέρκυρας του ομώνυμου νομού. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.) στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού … Dictionary of Greek
Πόρτα, Κάρλο — (Porta, 1775 – 1821). Ιταλός ποιητής. Η πρώιμη πολιτική του σάτιρα, στράφηκε εναντίον της κυριαρχίας του Ναπολέοντα. Αργότερα επιτέθηκε έντονα κατά του αντιδραστικού καθεστώτος και της αυστριακής μοναρχίας. Ο Π., που θεωρείται ένας από τους… … Dictionary of Greek
Πόρτα, Τζιάκομο ντέλα — (Porta). Ιταλός αρχιτέκτονας (1540 – 1602). Ήταν μαθητής του Μιχαήλ Αγγέλου. Εργάστηκε στη Ρώμη και δέχτηκε την επίδραση του Βινιόλα. Από το 1573 επέβλεπε την ανέγερση του ναού του Αγίου Πέτρου. Στο διάστημα 1586 – 1593 κατασκεύασε τον κεντρικό… … Dictionary of Greek
Ντέλα Πόρτα, Τζάκομο — (Jacomo Della Porta, Ρώμη ;1540 – 1602). Ιταλός αρχιτέκτονας. Ερμηνευτής του Μιχαήλ Αγγέλου, όπως όλοι οι μανιεριστές, ανέπτυξε όλη την καλλιτεχνική του δραστηριότητα στη Ρώμη. Τα έργα του κατέχουν εξέχουσα θέση στην εποχή της μετάβασης των… … Dictionary of Greek
Walls of Constantinople — Istanbul, Turkey Map showing Constantinople and its walls du … Wikipedia
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
όρτα — η, ΝΜ 1. θύρα, φράγμα ξύλινο ή μετάλλινο, μονόφυλλο ή δίφυλλο που ανοιγοκλείνει, με το οποίο κλείνεται ένα άνοιγμα που χρησιμεύει ως είσοδος κτηρίου ή δωματίου 2. πύλη φρουρίου ή περιτειχισμένου χώρου (α. «κάστρο ξακουστό / με πόρτες ατσαλένιες… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek