Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ηΐς

См. также в других словарях:

  • ἦις — ᾖς , εἰμί sum pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἧις — ᾗς , ἵημι Ja c io aor subj act 2nd sg ᾗς , ἵημι Ja c io aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Proklos — Proklos, 1) P. Lykios (P. Diadochos, d. i. der Nachfolger [nämlich seines Lehrers Syrianos]), stammte von lykischen Eltern, geb. in Constantinopel 412 n.Chr.; gebildet in Alexandria durch Olympiodoros u. den Mathematiker Heron, dann in Athen von… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • ζεφυρηίς — ζεφυρηΐς, ίδος, ἡ (Α) (ανώμαλο θηλ. τού ζεφύριος*) αυτή που ανήκει στον θεό Ζέφυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ηίς πρβλ. αλσ ηίς, χλωρ ηίς] …   Dictionary of Greek

  • κερχνηίς — ίδος και κερχνής, ήδος και κέρχνη και κεγχρηίς, ίδος και κεγχρίς, ίδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος γερακιού που πήρε την ονομασία του από τη βραχνή φωνή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερχνηίς < κέρχνος (II) «βραχνάδα» + κατάλ. ηίς, που απαντά και σε… …   Dictionary of Greek

  • λυδηίς — λυδηΐς, ίδος, ἡ (Α) λυδία, λυδική. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυδ τού Λυδός + κατάλ. ηΐς (πρβλ. βασιλ ηίς, Νηλ ηίς)] …   Dictionary of Greek

  • χαλυβηΐς — ΐδος, ἡ, Α ποιητ. τ. θηλ. τού χαλυβδικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, υβος + κατάλ. ηΐς (πρβλ. κεραμ ηΐς, ποταμ ηΐς)] …   Dictionary of Greek

  • Philes — Philes, Manuel, aus Ephesos, lebte im 13. u. 14. Jahrh. u. schr. in politischen Versen: Περὶ ζώων ἰδιότητος, Ηἰς τὸν αὐτοκράτορα βασιλέα, Περὶ φυτῶν, Ἠϑοποιία δραματική (Gespräch), Ηἰς τὸν ἐλέφαντα; das erste herausgeg. Vened. 1533; von… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • Πρωτηΐς — ἡ, Α νησί όπου κατοικούσε ο Πρωτεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρωτεύς + κατάλ. ηΐς (πρβλ. ποταμ ηΐς)] …   Dictionary of Greek

  • Σολυμηΐς — ἡ, Α αυτή που κατάγεται από τα Ιεροσόλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σόλυμα, ιουδαϊκή πόλη που ορισμένοι την ταυτίζουν με τα Ιεροσόλυμα + κατάλ. ηΐς (πρβλ. Περσ ηΐς)] …   Dictionary of Greek

  • μονηίς — μονηΐς, ἡ (Α) φρ. «μονηις ἀρχή» η μοναρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + κατάλ. ηίς (πρβλ. βασιλ ηίς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»