Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκόλυθρον

См. также в других словарях:

  • σκόλυθρον — stool neut nom/voc/acc sg σκόλυθρος low masc/fem acc sg σκόλυθρος low neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόλυθρον — τὸ, Α χαμηλό κάθισμα, σκαμνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκόλυ θρον (βλ. και λ. κόλυθρον) με επίθημα θρον (πρβλ. μέλα θρον) ανάγεται πιθ. στο θ. σκολυ τού σκολύπτω*] …   Dictionary of Greek

  • σκολύθρων — σκόλυθρον stool neut gen pl σκόλυθρος low masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόλυθρα — σκόλυθρον stool neut nom/voc/acc pl σκόλυθρος low neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κόλυθρον — και κόλυτρον, τὸ (Α) το ώριμο σύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κόλυθρον και κόλυθροι είναι αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή τους με τον τ. κολεόν «θήκη» παραμένει αβέβαιη λόγω τής διαφοράς σημασίας. Οι λ. εμφανίζουν επίθημα θρον ( τρον), πρβλ. μέλα θρον, άρο τρον …   Dictionary of Greek

  • σκολύθριον — τὸ, Α [σκόλυθρον] υποκορ. μικρό έδρανο, κάθισμα …   Dictionary of Greek

  • σκολύπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) «κολούω, κολοβῶ, ἐκτίλλω». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος με επίθημα jω από την ίδια ρίζα με το ρ. σκάλλω* «σκαλίζω, γλύφω» (βλ. και λ. σκόλοπας). Το ρ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκόλλυς* και σκόλυθρον*, ενώ δεν… …   Dictionary of Greek

  • σκόλυθρος — ον, Α 1. χαμηλός 2. (για πρόσ.) χαμερπής, ποταπός, τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το σκολύθριον / σκόλυθρον*] …   Dictionary of Greek

  • (s)kel-1 —     (s)kel 1     English meaning: to cut     Deutsche Übersetzung: ‘schneiden”     Note: not reliable from kel “hit” and kel “prick” (above S. 545 f.) to separate.     Material: O.Ind. kalü ‘small part” (: Serb. pro kola “Teil eines gespaltenen… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»