-
1 ζαμία
-
2 ζαμία
ζᾱμίᾱ, ζημίαloss: fem nom /voc /acc dualζᾱμίᾱ, ζημίαloss: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ζᾱμίαι, ζημίαloss: fem nom /voc plζᾱμίᾱͅ, ζημίαloss: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 ζαμίᾳ
Βλ. λ. ζαμία -
4 ζημία
ζημία, [dialect] Dor. [full] ζᾱμία ( SIG239Diii5 (Delph., iv B.C.), etc., later [full] σαμία Delph.3(1).342 (ii B.C.), cf. ταμία, ἀττάμιος), ἡ,A loss, damage, Epich. 148; opp. κέρδος, Lys.7.12, Pl.Lg. 835b, Arist.EN 1132b12; ζημίαν or - ίας λαβεῖν to sustain loss, S.Fr. 807, D.11.11;ζ. ποιεῖν Ar.Pl. 1124
;ζ. ἐργάζεσθαι Is.6.20
(unless in signf. 1.2);ζ. φέρειντῇ πόλει Pl.Lg.
l.c.; ζ. εἶναι νομίζειν consider as loss, Isoc.3.50, Is.7.23;ζ. πλείονα ὑπομένειν τῆς τιμῆς PFlor.142.8
(iii A.D.).2 ζ. ἐργάζεσθαι, of a slave, be guilty of a delict, Is.6.20 (v. supr.), Hyp.Ath.22.II penalty in money, fine,ζημίην ἀποτίνειν Hdt.2.65
, cf. PHal.1.195 (iii B.C.); ;ἱρὴν ζ. ὀφείλειν Hdt.3.52
;ζ. καταβάλλειν D.24.83
, cf. SIG l.c.;μετὰ.. χρημάτων ζημίας Pl.Lg. 862d
;ζ. ἐπέκειτο στατήρ Th.3.70
;ζημίαν ὀφείλειν τάλαντον Plu.Lys.27
;τῆς ζ. ἀφεθῆναι Id.Arist.4
.2 generally, penalty,ζ. ἐπιτιθέναι τινί Hdt.1.144
;ζ. ἔπεστί τινι Id.2.136
;πρόσκειταί τινι X.Vect.4.21
;γλώσσῃ ζ. προστρίβεται A.Pr. 331
, cf. 384; with the penalty added, θάνατον ζ. ἐπιθέσθαι, προθεῖναι, τάξαι, to make death the penalty, Th.2.24, 3.44, D.20.135;θάνατος ἡ ζ. ἐπίκειται Hdt.2.38
, cf. 65; but ἐφ' οἷς.. θάνατος ἡ ζ. Pl.Prt. 325b: in pl.,θανάτου ζημίαι πρόκεινται Th.3.45
(v.l.): c. gen. criminis, ζ. ἀδικίας penalty for.., Pl.Tht. 176d, cf. Lg. 860e (pl.).III of what is bought too dearly, a bad bargain, a dead loss, X.Mem.2.3.2: usu. with Adj.,φανερὰ ζᾱμία Ar.Ach. 737
; καθαρὰ ζ., λαμπρὰ ζ., Alciphr.3.21,38, cf. Alex.56.6. -
5 ἐπιζημιζάμιος
A bringing loss upon, hurtful, prejudicial, Charon 12, Th.1.32, Isoc.2.18, etc.;τινί X.Mem.2.7.9
, cf. Aeschin.1.45. Adv.- ίως Poll.8.147
, D.Chr.14.18.2. penal: ἐπιζήμια, τά, punishments, penalties, Pl.Lg. 784e, 788b; - ζάμια Tab. Heracl.1.127; χρησόμεθα ἐπιζημίοις, = ἐπιζημιώσομεν, Epist.Philipp. ap.D.18.157: sg., -ζάμιον, τό, fine, IG5(2).6.36 ([place name] Tegea), 5(1).1498 ([place name] Messenia).II. liable to punishment, of persons, Pl.Lg. 765a; of acts, Arist.Pol. 1297a33, cf. PRev.Laws7.6 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιζημιζάμιος
-
6 ζημία
ζημία, ας, ἡ (Epicharm. 148 [Doric ζαμία]; Soph., Hdt.+; loanw. in rabb. In Hdt., Thu. et al. usu. ‘punishment’) in our lit. only having to do with suffering the loss of someth., with implication of sustaining hardship or suffering, damage, disadvantage, loss, forfeit (Philo, Somn. 1, 124 al.; Jos., Ant. 4, 211) Hs 6, 3, 4. μετὰ πολλῆς ζ. τινός with heavy loss of someth. Ac 27:10; κερδῆσαι τὴν ζ. avoid, save oneself damage vs. 21. ἡγοῦμαί τι ζημίαν I consider someth. (a) loss (X., Mem. 2, 4, 3; cp. 2, 3, 2; Epict. 2, 10, 15; 3, 26, 25 [opp. κέρδος, as Lysias 7, 12; Pla., Leg. 835b al.]) Phil 3:8; cp. vs. 7.—B. 809. DELG. M-M. TW. Spicq. Sv.
См. также в других словарях:
ζαμία — (zamia). Γένος φυτών της οικογένειας των κικαδοειδών που περιλαμβάνει 30 είδη των τροπικών χωρών της Αμερικής. Το γνωστότερο είδος είναι η ζ. η ακεραιόφυλλη, που ευδοκιμεί στην Τζαμάικα. Από τον κορμό μερικών ειδών ζ. παράγεται άμυλο, που… … Dictionary of Greek
ζαμία — ζᾱμίᾱ , ζημία loss fem nom/voc/acc dual ζᾱμίᾱ , ζημία loss fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαμίᾳ — ζᾱμίαι , ζημία loss fem nom/voc pl ζᾱμίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιά — (Νομ.). Κάθε μείωση στην περιουσία ή προσβολή σε άυλα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, τιμή κλπ.) που μπορεί να υποστεί ένα άτομο. Η ζ. μπορεί να είναι άμεση συνέπεια ενός γεγονότος, αλλά μπορεί να είναι και έμμεση, δηλαδή ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
μακροζαμία — η βοτ. γένος γυμνόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κικαδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrozamia < macro (< μακρο *) + zamia (< ζαμία, δωρ. τ. τού ζημία)] … Dictionary of Greek