Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ζᾱμία

  • 1 ζημια

         ζημία
        ион. ζημίη, дор. ζᾱμία ἥ
        1) ущерб, урон, вред, убыток
        

    (ζημίαν τινὴ φέρειν Plat. или ποιεῖν Arph.)

        ἐπὴ ζημίᾳ τινός Xen.в ущерб кому-л.;
        ζημίαν ἡγεῖσθαι или νομίζειν Isocr. — считать убытком;
        ζημίαν λαβεῖν Dem.терпеть ущерб

        2) денежное взыскание, пеня, штраф
        ζημίαν ὀφείλειν τάλαντον Plut. — быть присужденным к пене в один талант;
        ζ. καθ΄ ἑκάστην χάρακα ἐπέκειτο στατήρ Thuc. — за каждый (вырванный) кол был назначен штраф в один статер;
        ζημίαν ἀποτίνειν Her., ἐκτίνειν Plat. или καταβάλλειν Dem. — платить пеню, вносить штраф

        3) кара, наказание
        

    χρημάτων ζ. Plat. — денежный штраф;

        ζ. ἀδικίας Plat. — кара за несправедливость;
        ζημίαν (ἐπι)τιθέναι τινί Plat.налагать наказания на кого-л. или устанавливать кары для кого-л.;
        ζημίᾳ κολάζειν или ζημιοῦν τινα Plat.(по)карать кого-л.;
        θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι или προθεῖναι Thuc., ποιεῖν Xen. или τάττειν Arst., Dem. — устанавливать смертную казнь;
        θάνατός τινι ἥ ζ. ἐπικέεται Her. кто-л.подлежит смертной казни

    Древнегреческо-русский словарь > ζημια

См. также в других словарях:

  • ζαμία — (zamia). Γένος φυτών της οικογένειας των κικαδοειδών που περιλαμβάνει 30 είδη των τροπικών χωρών της Αμερικής. Το γνωστότερο είδος είναι η ζ. η ακεραιόφυλλη, που ευδοκιμεί στην Τζαμάικα. Από τον κορμό μερικών ειδών ζ. παράγεται άμυλο, που… …   Dictionary of Greek

  • ζαμία — ζᾱμίᾱ , ζημία loss fem nom/voc/acc dual ζᾱμίᾱ , ζημία loss fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαμίᾳ — ζᾱμίαι , ζημία loss fem nom/voc pl ζᾱμίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημιά — (Νομ.). Κάθε μείωση στην περιουσία ή προσβολή σε άυλα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, τιμή κλπ.) που μπορεί να υποστεί ένα άτομο. Η ζ. μπορεί να είναι άμεση συνέπεια ενός γεγονότος, αλλά μπορεί να είναι και έμμεση, δηλαδή ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • μακροζαμία — η βοτ. γένος γυμνόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κικαδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrozamia < macro (< μακρο *) + zamia (< ζαμία, δωρ. τ. τού ζημία)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»