-
1 ζήτημα
τό1) вопрос, проблема; дело;επίκαιρο ( — ши φλέγον) ζήτημα — актуальный, злободневный, наболевший вопрос;
διαφιλονικούμενο ( — или επίμαχο) ζήτημα — спорный вопрос;
αγροτικό (εθνικό) ζήτημα — крестьянский (национальный) вопрос;
τρέχοντα ζήτήματα — текущие вопросы;
ζωτικό ζήτημα — жизненно важный вопрос;
ζήτήματα της ημέρας — вопросы дня;
ζήτημα τιμής — дело чести;
ζήτημα γούστου — дело вкуса;
τό ζήτημα είναι να... — весь вопрос в том, чтобы...;
αυτό είναι ακριβώς το ζήτ, ότι... — в том то и дело, что...;
λύω το ζήτημα — разрешить вопрос;
δεν είναι ζήτημα — это не проблема;
δεν υπάρχει ζήτημα — здесь нет никакого вопроса, это очень йсно;
αυτό είναι άλλο ζήτημα — это другой вопрос, это другое дело;
θέτω ( — или βάζω) ζήτημα — ставить вопрос;
είναι ζήτημα χρόνου — вопрос времени;
ανακινώ ( — или εγείρω) ζήτημα — поднимать вопрос;
τό έκανε ζήτημα — он сделал из этого целую проблему;
γιά προσωπικό ζήτημα — по личному делу;
2) конфликт, спор, ссора;υπάρχουν πολλά ζήτήματα μεταξύ τους — между ними много спорных вопросов;
δημιουργώ ζήτήματα — создавать конфликты;
3) юр. вопрос присяжному -
2 ζωτικός
См. также в других словарях:
Ζωτικό — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 199 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στις δυτικές πλαγιές των βουνών του Σουλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελλών … Dictionary of Greek
ζωτικό σημείο — Ένδειξη –όπως ένας σφυγμός, ένας χτύπος καρδιάς, μία συστολή της κόρης, μία κίνηση αναπνοής του στήθους– ότι το άτομο είναι ακόμη ζωντανό … Dictionary of Greek
Κάτω Ζωτικό — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 61 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στις νοτιοδυτικές πλαγιές των ορέων του Σουλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελλών … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
δανείζω — (AM δανείζω) [δάνειον] Ι. 1. δίνω χρήματα σε κάποιον ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τά επιστρέψει, όσα πήρε ή με τόκο («τόν δάνεισα 10 χιλιάδες», «μηδὲ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ») 2. δίνω κάτι δικό μου σε κάποιον για να τό χρησιμοποιήσει προσωρινά και… … Dictionary of Greek
εφικνούμαι — ἐφικνοῡμαι και ιων. τ. ἐπικνοῡμαι, έομαι (Α) 1. (για δύο αντίπαλους μαχητές) φθάνω κοντά σε κάποιον, πλησιάζω 2. φθάνω 3. εκτείνομαι, απλώνομαι, φθάνω σε κάτι 4. επαρκώ, φθάνω 5. επεκτείνομαι 6. πλησιάζω, προσεγγίζω 7. γίνομαι κάτοχος ενός… … Dictionary of Greek
ζωτικός — I (14ος αι.). Ζωγράφος και καλλιγράφος. Το έργο του Μηνιαίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου της Αλεξανδρείας, κώδικας αρ. 435. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ζ. ο μάρτυς.… … Dictionary of Greek
μακρόβιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Μαρτύρησε επί Λικινίου μαζί με τους Λουκιανό, Γορδιανό, Ζωτικό, Ηλεί και Βαλεριανό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με τους Μίλδα, Αφροδίσιο … Dictionary of Greek