-
1 ζήτημα
τό1) вопрос, проблема; дело;επίκαιρο ( — ши φλέγον) ζήτημα — актуальный, злободневный, наболевший вопрос;
διαφιλονικούμενο ( — или επίμαχο) ζήτημα — спорный вопрос;
αγροτικό (εθνικό) ζήτημα — крестьянский (национальный) вопрос;
τρέχοντα ζήτήματα — текущие вопросы;
ζωτικό ζήτημα — жизненно важный вопрос;
ζήτήματα της ημέρας — вопросы дня;
ζήτημα τιμής — дело чести;
ζήτημα γούστου — дело вкуса;
τό ζήτημα είναι να... — весь вопрос в том, чтобы...;
αυτό είναι ακριβώς το ζήτ, ότι... — в том то и дело, что...;
λύω το ζήτημα — разрешить вопрос;
δεν είναι ζήτημα — это не проблема;
δεν υπάρχει ζήτημα — здесь нет никакого вопроса, это очень йсно;
αυτό είναι άλλο ζήτημα — это другой вопрос, это другое дело;
θέτω ( — или βάζω) ζήτημα — ставить вопрос;
είναι ζήτημα χρόνου — вопрос времени;
ανακινώ ( — или εγείρω) ζήτημα — поднимать вопрос;
τό έκανε ζήτημα — он сделал из этого целую проблему;
γιά προσωπικό ζήτημα — по личному делу;
2) конфликт, спор, ссора;υπάρχουν πολλά ζήτήματα μεταξύ τους — между ними много спорных вопросов;
δημιουργώ ζήτήματα — создавать конфликты;
3) юр. вопрос присяжному
См. также в других словарях:
μεταίχμιος — ο (ΑM μεταίχμιος, ον, Α αιολ. τ. πεδαίχμιος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεταίχμιο α) σημείο διαχωρισμού ανάμεσα σε δύο αντίθετες καταστάσεις («στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου») β) κρίσιμο, επικίνδυνο σημείο μσν. το ουδ. ως ουσ. αβεβαιότητα αρχ … Dictionary of Greek
πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… … Dictionary of Greek