-
1 ζωστός
-
2 ζωστός
ζωστός, gegürtet, umzugürten -
3 πολύ-ζωστος
πολύ-ζωστος, viel oder stark gegürtet, VLL.
-
4 εὔ-ζωστος
-
5 μονό-ζωστος
μονό-ζωστος, = μονόζωνος, allein, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 b.
-
6 ἀμφί-ζωστος
ἀμφί-ζωστος, umgürtet, Nonn. D. 32, 159.
-
7 ἀεί-ζωστος
ἀεί-ζωστος, = - ζωτος, immer gegürtet, E. M.
-
8 ἄ-ζωστος
-
9 ἀείζωστος
-
10 ἄζωστος
-
11 ἀμφίζωστος
-
12 μονόζωστος
-
13 πολύζωστος
См. также в других словарях:
ζωστός — girded masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστός — ή, ό (AM ζωστός, ή, όν) ο ζωσμένος («ζωστό ξίφος») μσν. το θηλ. ως ουσ. (στο Βυζ.) ἡ ζωστή τίτλος και αξίωμα τών δεσποινών τής βασιλικής αυλής τών οποίων έργο ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη βασίλισσα, η κοσμήτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. σε… … Dictionary of Greek
ζωστά — ζωστός girded neut nom/voc/acc pl ζωστά̱ , ζωστός girded fem nom/voc/acc dual ζωστά̱ , ζωστός girded fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστόν — ζωστός girded masc acc sg ζωστός girded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωσταί — ζωστός girded fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστοῦ — ζωστός girded masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστούς — ζωστός girded masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστῆς — ζωστός girded fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστή — ζωστός girded fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστήν — ζωστός girded fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματόζωστος — η, ο αυτός που περιβάλλεται από κύματα («κυματόζωστο νησί», Εφταλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + ζωστος (< ζώνω), πρβλ. θαλασσό ζωστος, σφιχτό ζωστος] … Dictionary of Greek