-
1 ζωστος
3[adj. verb. к ζώννυμι См. ζωννυμι] надеваемый на талию, опоясывающий(ἐπένδυμα τῶν Σικελικῶν Plut.)
-
2 αζωστος
-
3 ζωννυμι
NT. тж. ζωννύω (fut. ζώσω, aor. ἔζωσα, pf. ἔζωκα; med.: ζώννῠμαι, fut. ζώσομαι, aor. ἐζωσάμην; pass.: aor. ἐζώσθην, pf. ἔζωμαι и ἔζωσμαι; adj. verb. ζωστός)1) надевать пояс, опоясыватьζῶσε Ἀθήνη Hes. — (на Пандору) пояс надела Афина;
Ὠκεανὸς ζώννῡσι γαῖαν Anth. — Океан опоясывает землю;ζώσατο ῥάκεσιν Hom. — (Одиссей) опоясался лохмотьями;ζώννυσθαι χαλκόν Hom. — подпоясаться медным мечом;ζώννυσθαι ζώνην или ζωστῆρι Hom. — надеть на себя пояс, подпоясаться;ὅθι ζωννύσκετο μίτρην Hom. — (место), где (Арей) опоясывался перевязью;ζώννυσθαι χιτῶνα εἰς μηρόν Plut. — окутать бедра хитоном2) (для участия в состязании, в дорогу и т.п.) подпоясывать, т.е. снаряжать(τινά Hom., NT., ζώννυνταί τε νέοι, καὴ ἐπεντύνονται ἄεθλα Hom.)
См. также в других словарях:
ζωστός — girded masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστός — ή, ό (AM ζωστός, ή, όν) ο ζωσμένος («ζωστό ξίφος») μσν. το θηλ. ως ουσ. (στο Βυζ.) ἡ ζωστή τίτλος και αξίωμα τών δεσποινών τής βασιλικής αυλής τών οποίων έργο ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη βασίλισσα, η κοσμήτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. σε… … Dictionary of Greek
ζωστά — ζωστός girded neut nom/voc/acc pl ζωστά̱ , ζωστός girded fem nom/voc/acc dual ζωστά̱ , ζωστός girded fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστόν — ζωστός girded masc acc sg ζωστός girded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωσταί — ζωστός girded fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστοῦ — ζωστός girded masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστούς — ζωστός girded masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστῆς — ζωστός girded fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστή — ζωστός girded fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστήν — ζωστός girded fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματόζωστος — η, ο αυτός που περιβάλλεται από κύματα («κυματόζωστο νησί», Εφταλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + ζωστος (< ζώνω), πρβλ. θαλασσό ζωστος, σφιχτό ζωστος] … Dictionary of Greek