Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ζητηματικός

См. также в других словарях:

  • ζητηματικός — ζητηματικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αναζήτηση τής αλήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτημα, τος + καταλ. ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρη] …   Dictionary of Greek

  • ζητηματικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητηματικοῦ — ζητηματικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»