-
1 ζητηματικός
ζητηματικόςmasc nom sg -
2 ζητηματικός
A = ζητητικός 2, Sch.Pl.p.212H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζητηματικός
-
3 ζητηματικού
-
4 ζητηματικοῦ
-
5 ζητέω
Grammatical information: v.Meaning: `search, research, inquire, investigate' (Ξ 258),Other forms: Aor. ζητῆσαι, ζητηθῆναι (Ion.-Att.), perf. ἐζήτηκα (Din.); Dor. ptc. ζάτεισα (Theoc. 1, 85)Derivatives: Also ζητεύω (Hes., h. Hom.), ζατεύω (Alcm.). - Deriv. ( ἀνα-, ἐκ-, ἐπι-, συ-)ζήτησις `search out, inquire, consideration' (IA) with ζητήσιμος (X.; s. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 63); ( ἐπι)ζήτημα `inquiry' (IA) with ζητημάτιον (Arr., Lib.), ζητηματικός (sch.); ( ἐκ-, συ-)ζητητής `researcher', in plur. name of a juridical official in Athens (Att.) with ( ἐπι-, συ-)ζητητικός `prepared to inquire' (Att.). - On ζητήρ, ζητρός s. v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like αἰτέω, δατέομαι, ἀρτάω etc. (Schwyzer 705f.), so from a nominal τ-stem; cf. esp. Arc. ζατός (IG 5: 2, 4, 22). The primary verb in reduplicated δίζημαι (Sommer Lautstud. 157f.); s. v. and ζῆλος, and ζημία. - Older Bq.Page in Frisk: 1,613Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ζητέω
См. также в других словарях:
ζητηματικός — ζητηματικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αναζήτηση τής αλήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτημα, τος + καταλ. ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρη] … Dictionary of Greek
ζητηματικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητηματικοῦ — ζητηματικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)