-
1 ζητηματικού
-
2 ζητηματικοῦ
См. также в других словарях:
ζητηματικοῦ — ζητηματικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ζητηματικού
2 ζητηματικοῦ
ζητηματικοῦ — ζητηματικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)