Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ζητεύω

См. также в других словарях:

  • ζητεύω — pres subj act 1st sg ζητεύω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητεύω — (Α ζητεύω, δωρ. τ. ζατεύω) ζητώ κάτι ως ελεημοσύνη, ζητιανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος σπάνιος τ. τού ζητώ] …   Dictionary of Greek

  • ζητεύω — ζήτεψα, ζητιανεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζητεύει — ζητεύω pres ind mp 2nd sg ζητεύω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητεύειν — ζητεύω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητεύων — ζητεύω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητεύῃς — ζητεύω pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζατεύει — ζατεύω pres ind mp 2nd sg ζατεύω pres ind act 3rd sg ζᾱτεύει , ζητεύω pres ind mp 2nd sg (doric) ζᾱτεύει , ζητεύω pres ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζατεύω — (Α) (δωρ. τ.), βλ. ζητεύω …   Dictionary of Greek

  • ζητεία — και ζήτεια και ζήτα, η επαιτεία, ζητιανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1659 στα Έγγραφα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»