-
1 безубыточность
άνευ ζημιών (ιδιότητα)-ый αζημίωτος, χωρίς ζημιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > безубыточность
-
2 вред
η βλάβη, η φθορά, η ζημιάморальный - юр. ηθική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вред
-
3 вредить
βλάπτω, ζημιώνω, κάνω κακό/ζημιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вредить
-
4 повреждать
προξενώ ζημιά, (травмировать) τραυματίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повреждать
-
5 причинять
προξενώ, προκαλώ, επιφέρω- вред βλάπτω, προκαλώ ζημιά/βλάβη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > причинять
-
6 убыток
1. (материальный ущерб, потеря) η ζημι/ά, η απώλεια, το χάσιμοзастраховать перевозчика от всех потерь - ков и расходов ασφαλίζω τον μεταφορέα από όλες τις ελλείψειςнести - ζημιώνομαι, υφίσταμαι -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убыток
-
7 утрата
1. (потеря, лишение чего-л.) η απώλεια, το χάσιμο 2. (ущерб, урон) η ζημιά, η απώλεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утрата
-
8 вред
вред м η βλάβη, η ζημιά причинить \вред προξενώ ζημιά* * *мη βλάβη, η ζημιάпричини́ть вред — προξενώ ζημιά
-
9 нанести
нанести (причинить) επιφέρω, καταφέρω' \нанести удары καταφέρω πλήγματα* \нанести ущерб προξενώ ζημία' \нанести поражение νικώ ◇ \нанести визит επισκέπτομαι* * *( причинить) επιφέρω, καταφέρωнанести́ уда́ры — καταφέρω πλήγματα
нанести́ уще́рб — προξενώ ζημία
нанести́ пораже́ние — νικώ
••нанести́ визи́т — επισκέπτομαι
-
10 причинить
-
11 убыток
убыток Μ η ζημιά· нести (терпеть) \убыток ζημιώνω, παθαίνω ζημιά* * *мη ζημιάнести́ (терпе́ть) убы́ток — ζημιώνω, παθαίνω ζημιά
-
12 ущерб
-
13 авария
ава́ри||яж ἡ βλαβη, ἡ ἀβαρία, ἡ ζημιά:потерпеть \аварияю παθαίνω βλάβη; предотвратить \аварияю ἀποτρέπω βλάβη. -
14 бить
битьнесов1. (избивать) χτυπῶ, κτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ;2. (ударять) χτυπώ, κτυπῶ:\бить в барабан χτυπῶ τό τύμπανο; \бить в колокол χτυπῶ τήν καμπάνα; \бить хвостом χτυπῶ μέ τήν οὐρά;3. перен μαστιγώνω, καυτηριάζω (бичевать)/ βλάπτω, προξενῶ ζημία[ν] (наносить вред):\бить по карману ζημιώνω, ξεπαραδιάζω, ξετινάζω;4. (разбивать) σπάζω, θραύω, θρυμματίζω:\бить посуду σπάζω (или σπάνω) τά πιατικά;5. (убивать скот) σφάζω;6. охот. κυνηγώ, θηρεύω, χτυπῶ;7. (обстреливать) πυροβολώ, βάλλω:\бить в цель χτυπώ (είς) στό σημάδι;8. (о часах) χτυπώ, κτυπώ:часы бьют τό (ώ)ρολόγι χτυπἄ;9. (побеждать) νικώ:\бить врага νικώ τόν ἐχθρό; ◊ \бить баклуши γυρίζω ἀργόσχολος; бьющий через край πού ξεχειλίζει, ἀφθονος; источник бьет ἡ πηγή ἀναβλύζει, ξεπηδἄ; \бить тревогу, \бить в набат χτυπώ συναγερμό, σηκώνω στό ποδάρι; \бить отбо́й σαλπίζω ἀνάπαυση, σαλπίζω σιωπητήριο; меня бьет лихорадка μέ καίει ὁ πυρετός. -
15 вред
вредм ἡ βλάβη, τό κακό[ν], ἡ φθορά/ ἡ ζημία (ущерб):во \вред кому-л. προς ζημία κάποιου· причинять \вред προκαλώ ζημία, κάνω κακό. -
16 нагадить
нагадитьсов1. λερώνω, βρωμίζω, γεμίζω βρωμιές·2. (кому-л.) разг κάνω βρωμιά, κάνω παληπανθρωπιές, κάνω ζημιά. -
17 наделать
наделатьсов1. (сделать много) κάνω, φτ(ε)ιάνω, κατασκευάζω:\наделать игру́-шек κατασκευάζω παιγνίδια·2. (предосудительное, плохое) κάνω / προξενώ (причинять):\наделать ошибок κάνω λάθη· \наделать глупостей κάνω βλακείες, κάνω κουταμάρες· \наделать неприятностей (хлопот) кому́-л. προξενώ ἐνοχλήσεις (μπελάδες) κάποιου· что́ ты наделал! τί ζημιά Εκανες! -
18 напортить
напортитьсов разг1. χαλ(ν)ά)·2. перен βλάφτω, φέρνω ζημιά:\напортить кому́-л. κάνω ζημιά σέ κάποιον. -
19 повреждение
повре||ждениес ἡ βλάβη, ἡ ζημία. -
20 потеря
потер||яж1. ἡ ἀπώλεια, ὁ χαμός, τό Χάσιμο:\потеря времени ἡ ἀπώλεια χρόνου, τό χάσιμο χρόνου· \потеря памяти ἡ ἀμνησία· *"· речи ἡ ἀφασία·2. (убыток) ἡ ζημία, τό ζημίωμα:нести \потеряи ἔχω (или ὑφίσταμαι) ἀπώλειες.
См. также в других словарях:
ζημιά — ζημιά, η και ζημία, η 1. απώλεια αγαθών, βλάβη: Έπαθε ανεπανόρθωτη ζημιά (υλική ή ηθική). 2. στην οικονομία ως έννοια αντίθετη του κέρδους: Πουλώ με ζημία 10% … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζημία — ζημίᾱ , ζημία loss fem nom/voc/acc dual ζημίᾱ , ζημία loss fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιά — (Νομ.). Κάθε μείωση στην περιουσία ή προσβολή σε άυλα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, τιμή κλπ.) που μπορεί να υποστεί ένα άτομο. Η ζ. μπορεί να είναι άμεση συνέπεια ενός γεγονότος, αλλά μπορεί να είναι και έμμεση, δηλαδή ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
ζημίᾳ — ζημίαι , ζημία loss fem nom/voc pl ζημίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημία — [зимиа] ουσ. В. ущерб, убыток, вред … Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь)
ζημίας — ζημίᾱς , ζημία loss fem acc pl ζημίᾱς , ζημία loss fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… … Dictionary of Greek
ζημίαι — ζημία loss fem nom/voc pl ζημίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημίαν — ζημίᾱν , ζημία loss fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιῶν — ζημία loss fem gen pl ζημιάζω damno fut part act masc voc sg ζημιάζω damno fut part act neut nom/voc/acc sg ζημιάζω damno fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ζημιόω cause loss pres part act masc voc sg (doric aeolic) ζημιόω cause loss… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημίαιν — ζημία loss fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)