-
21 авария
ава́ри||яж ἡ βλαβη, ἡ ἀβαρία, ἡ ζημιά:потерпеть \аварияю παθαίνω βλάβη; предотвратить \аварияю ἀποτρέπω βλάβη. -
22 бить
битьнесов1. (избивать) χτυπῶ, κτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ;2. (ударять) χτυπώ, κτυπῶ:\бить в барабан χτυπῶ τό τύμπανο; \бить в колокол χτυπῶ τήν καμπάνα; \бить хвостом χτυπῶ μέ τήν οὐρά;3. перен μαστιγώνω, καυτηριάζω (бичевать)/ βλάπτω, προξενῶ ζημία[ν] (наносить вред):\бить по карману ζημιώνω, ξεπαραδιάζω, ξετινάζω;4. (разбивать) σπάζω, θραύω, θρυμματίζω:\бить посуду σπάζω (или σπάνω) τά πιατικά;5. (убивать скот) σφάζω;6. охот. κυνηγώ, θηρεύω, χτυπῶ;7. (обстреливать) πυροβολώ, βάλλω:\бить в цель χτυπώ (είς) στό σημάδι;8. (о часах) χτυπώ, κτυπώ:часы бьют τό (ώ)ρολόγι χτυπἄ;9. (побеждать) νικώ:\бить врага νικώ τόν ἐχθρό; ◊ \бить баклуши γυρίζω ἀργόσχολος; бьющий через край πού ξεχειλίζει, ἀφθονος; источник бьет ἡ πηγή ἀναβλύζει, ξεπηδἄ; \бить тревогу, \бить в набат χτυπώ συναγερμό, σηκώνω στό ποδάρι; \бить отбо́й σαλπίζω ἀνάπαυση, σαλπίζω σιωπητήριο; меня бьет лихорадка μέ καίει ὁ πυρετός. -
23 нагадить
нагадитьсов1. λερώνω, βρωμίζω, γεμίζω βρωμιές·2. (кому-л.) разг κάνω βρωμιά, κάνω παληπανθρωπιές, κάνω ζημιά. -
24 наделать
наделатьсов1. (сделать много) κάνω, φτ(ε)ιάνω, κατασκευάζω:\наделать игру́-шек κατασκευάζω παιγνίδια·2. (предосудительное, плохое) κάνω / προξενώ (причинять):\наделать ошибок κάνω λάθη· \наделать глупостей κάνω βλακείες, κάνω κουταμάρες· \наделать неприятностей (хлопот) кому́-л. προξενώ ἐνοχλήσεις (μπελάδες) κάποιου· что́ ты наделал! τί ζημιά Εκανες! -
25 повреждение
повре||ждениес ἡ βλάβη, ἡ ζημία. -
26 потеря
потер||яж1. ἡ ἀπώλεια, ὁ χαμός, τό Χάσιμο:\потеря времени ἡ ἀπώλεια χρόνου, τό χάσιμο χρόνου· \потеря памяти ἡ ἀμνησία· *"· речи ἡ ἀφασία·2. (убыток) ἡ ζημία, τό ζημίωμα:нести \потеряи ἔχω (или ὑφίσταμαι) ἀπώλειες. -
27 прииосять
приио||сятьнесов1. φέρνω, προσκομίζω:\прииосять обратно φέρνω πίσω, ἐπαναφέρω·2. (давать) ἀποδίδω, ἐπιφέρω / καρποφορώ (урожай, плоды и т. п.) / ἀποφέρω (доходы и т. п.):\прииосять пользу ἀποδίδω ὅφελος· \прииосять вред ἐπιφέρω ζημία· \прииосять радость φέρνω χαρά· \прииосять счастье (несчастье) φέρνω εὐτυχία (δυστυχία)· ◊ \прииосять благодарность за что́-л. 'ευχαριστώ, εὐγνωμονώ, ἐκφράζω τίς εὐχαριστίες μου· \прииосять в жертву θυσιάζω κάτι. -
28 причинять
причинятьнесов προξενώ, προκαλώ, γίνομαι αίτιος, ἐπιφέρω:\причинять боль προξενώ πόνο· \причинять вред βλάπτω, προκαλώ ζημία· \причинять беспокойство στενοχωρώ, ἐνοχλώ, προξενώ ἐνόχληση. -
29 проигрыш
проигрышм τό χάσιμο, ἡ ἀπώλεια, ἡ ζημία / ἡ ήττα (в спорте):быть в \проигрыше, остаться в \проигрыше βγαίνω ζημιωμένος, χάνω. -
30 прямой
прям||ойприл1. εὐθύς, ίσιος:\прямойа́я линия ἡ εὐθεία γραμμή· \прямойа́я дорога ὁ ἰσιος δρόμος, ἡ εὐθεία Οδός· идти \прямойым путем πηγαίνω κατ' εὐθεΐαν·2. (непосредственный) ἄμεσος, κατ· εὐθεΐαν:\прямой налог ὁ ἄμεσος φόρος· \прямойые выборы οἱ ἐκλογές μέ ἄμεση ψηφοφορία· \прямойо́е сообщение ἡ ἀπ' εὐθείας συγκοινωνία· спальный вагон \прямойо́го сообщения ἡ κλινάμαξα (или τό βαγκόν-λι) κατ· εὐθεΐαν συγκοινωνίας·3. (настоящий, явный) καθαρός, πραγματικός:\прямой убыток ἡ καθαρή ζημία· \прямойая выгода τό καθαρό κέρδος· \прямойая необходимость ἡ ἄμεση ἀνάγκη·4. (о характере) εὐθύς, ντόμπρος/ εἰλικρινής (откровенный):\прямой человек εὐθύς (или ντόμπρος) ἀνθρωπος· ◊ \прямойа́я кишка анат. τό ἀπηυθυσμένον (или τό ὁρθόν) ἔντερον \прямой угол мат ἡ ὁρθή γωνία· \прямойая речь ὁ ἄμεσος λόγος· \прямойо́е дополнение гран. τό ἄμεσο[ν] ἀντικείμενο[ν]· в \прямойо́м смысле μέ τήν κυριολεκτική σημασία· вести огонь \прямойой наводкой воен. βομβαρδίζω μέ ἄμεση βολή· \прямойое попадание воен. κατ' εὐθεΐαν πάνω στό στόχο. -
31 шить
шитьнесов ράβω, ράπτω:\шить на машинке ράβω στήν ραπτομηχανή· \шить на руках ράβω μέ τό χέρι· \шить шелком κεντώ μέ μετάξι· \шить. серебром ἀσημοκεντώ· \шить золотом χρυσοκεντώ· ◊ шито белыми нитками φαίνεται ἀπό μακρυά· не лыком шит разг κάτι ἀξίζω, κάτι καταλαβαίνω· шито-крыто ὁὔτε γάτα ὁὔτε ζημιά, τά κάνω πλακάκια. -
32 авария
[αβάριγια] ουσ. θ. βλάβη, ζημία -
33 нагадить
[ναγκάντιτ'] ρ. γεμίζω βρωμιές, κάνω ζημιά -
34 убыток
[ουμπύτακ] ουσ. α ζημιά -
35 ущерб
[ουστσιέρπ] ουσ. α ζημιά -
36 авария
[αβάριγια] ουσ θ βλάβη, ζημία -
37 нагадить
[ναγκάντιτ'] ρ γεμίζω βρωμιές, κάνω ζημιά -
38 убыток
[ουμπύτακ] ουσ α ζημιά -
39 ущерб
[ουστσιέρπ] ουσ α ζημιά -
40 авария
-и θ.1. βλάβη, ζημιά.2. ατύχημα.
См. также в других словарях:
ζημιά — ζημιά, η και ζημία, η 1. απώλεια αγαθών, βλάβη: Έπαθε ανεπανόρθωτη ζημιά (υλική ή ηθική). 2. στην οικονομία ως έννοια αντίθετη του κέρδους: Πουλώ με ζημία 10% … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζημία — ζημίᾱ , ζημία loss fem nom/voc/acc dual ζημίᾱ , ζημία loss fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιά — (Νομ.). Κάθε μείωση στην περιουσία ή προσβολή σε άυλα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, τιμή κλπ.) που μπορεί να υποστεί ένα άτομο. Η ζ. μπορεί να είναι άμεση συνέπεια ενός γεγονότος, αλλά μπορεί να είναι και έμμεση, δηλαδή ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
ζημίᾳ — ζημίαι , ζημία loss fem nom/voc pl ζημίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημίας — ζημίᾱς , ζημία loss fem acc pl ζημίᾱς , ζημία loss fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… … Dictionary of Greek
ζημίαι — ζημία loss fem nom/voc pl ζημίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημίαν — ζημίᾱν , ζημία loss fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιῶν — ζημία loss fem gen pl ζημιάζω damno fut part act masc voc sg ζημιάζω damno fut part act neut nom/voc/acc sg ζημιάζω damno fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ζημιόω cause loss pres part act masc voc sg (doric aeolic) ζημιόω cause loss… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημίαιν — ζημία loss fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημίαις — ζημία loss fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)