Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ζαχρηής

См. также в других словарях:

  • ζαχρηής — ζαχρηής, ὲς (Α) 1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («μένος Βορέαο καὶ ἄλλων ζαχρηῶν ἀνέμων», Ομ. Ιλ.) 2. (για πολεμιστές) ανδρείος, ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζαχρηής είναι σύνθετη με α σύνθ. ζα (=δια ) και β σύνθ. χρηής, συνδεόμενο πιθ. με αόρ. έχρα(F)ον …   Dictionary of Greek

  • ζαχρειεῖς — ζαχρηής attacking violently masc/fem acc pl (epic) ζαχρηής attacking violently masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαχρηεῖς — ζαχρηής attacking violently masc/fem acc pl ζαχρηής attacking violently masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαχρειῶν — ζαχρηής attacking violently masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαχρηέσιν — ζαχρηής attacking violently masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαχρηῶν — ζαχρηής attacking violently masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… …   Dictionary of Greek

  • ζαχρειές — (Α) (επίρρ. από το ουδ. τού άχρ. επιθ. ζαχρειής ή ζαχρηής) ορμητικά, βίαια …   Dictionary of Greek

  • ghrēu-1 : ghrǝu- : ghrū- —     ghrēu 1 : ghrǝu : ghrū     English meaning: to fall down     Deutsche Übersetzung: “zusammenstũrzen, einstũrzen, auf etwas stũrzen”     Material: Hom. Aor. ἔχραον (ἔχραFον) “ attacked, pressed “, ζαχρηής “ attacking violently, furious,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»