-
1 ζίλαι
A v. ζελᾶς. [full] ζινίχιον, τό, shoe-latchet, Suid. [full] ζιτᾶνα· καταπύγονα, Hsch. [full] ζίφυιος, Elean for δίφ-. [full] ζίω, = ζητέω, EM411.51: ζίεται· ζητεῖται, ibid., Hsch. [full] ζμαράγδινος, v. σμαρ-. [full] ζμάω, v. σμάω. [full] ζμῆμα, v. σμῆμα. [full] ζμιρριεῖα, τά, emery, IG12(8).51.20 (Imbros, ii B.C.); cf. σμύρις. [full] ζμύρνη, [full] ζμύρνινος, etc., v. σμύρν-. [full] ζόα, [full] ζόη, [full] ζοτα, v. ζωή. [full] ζόασον· σβέσον, Hsch. [full] ζοός, v. ζωός. [full] ζορκάς, άδος, and ζόρξ, ζορκός, ἡ, v. δορκάς. [full] ζούγωνερ, [dialect] Lacon. for ζύγωνες, ploughing oxen, Id. [full] ζούϊον ἢ ζοῦον θηρίον, ἢ ἐρυσίπελας, Id. (Prob. Thess. for ζῷον.) [full] ζούσθω· ζωννύσθω, Id. (Prob. Thess.) -
2 ζελᾶς
-
3 Σῑληνός
Σῑληνός KGrammatical information: m.Meaning: `Silenus', often in plur. as a des. of mythical creatures, that act as companions of nymphs and of Dionysos, and that are, like the centaurs, depicted with horselike characteristics (h. Ven. 262).Other forms: Dor. Σῑλανός.Derivatives: σιλην-ώδης `silenus-like', - ικός `concerning the S.' (Pl. Smp.; Chantraine Études 150). PN Σιλην-ός (-ᾱν-ός), - ίων.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Like the word σάτυρος (s. v. w. lit.) etymol. dark. Kretschmer Glotta 2, 398 reminds of a Thrac. word for wine, ζίλαι, ζειλα, ζελᾶς, ζήλας (H., Phot., Choerob., Hdn.; s. Lagercrantz IF 25, 363ff.). Diff. Solmsen and Lagercrantz, s. Kretschmer Glotta 4, 351ff. (rejecting). Not better Pisani Stud. itfilcl. N.S. 11, 224f. (from Thrac. *ΣιλϜᾱνος = Lat. Silvānus); Grošelj Živa Ant. 1, 127 f. ("the hairy"; to σιλλοί [cod. - έα] τρίχωμα H.). -- On the formation also Detschew KZ 63, 229; on the meaning also Brommer Phil. 94, 222ff. -- Furnée 234 n. 27 gives more instances of σ\/ζ.Page in Frisk: 2,705Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Σῑληνός
См. также в других словарях:
Σιληνός — I Αρχαίος συγγραφέας από τη Xίo. Έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Μυθικαί Ιστορίαι. Στο δεύτερο βιβλίο του συγγράμματος αυτού, παραθέτει μια παράδοξη ετυμολογία του ονόματος Οδυσσεύς, το οποίο θεωρεί ότι προήλθε από τη λέξη «οδός» και το ρήμα «ύειν».… … Dictionary of Greek
ζελάς — ζελᾱς, ὁ (Μ) (στον Ησύχ. ζίλαι και στον Φώτ. ζειλά, (γεν. και δοτ. ζελά) στον Εύπ. και δοτ. τῷ ζήλα) κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη θρακικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
χάλις — ιος, ὁ, ΜΑ 1. άκρατος οίνος, ανέρωτο κρασί («ὀλίγα φρονοῡσιν οἱ χάλιν πεπωκότες», Ιππών.) αρχ. χαλίφρων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. που απαντά στην ιων., ενώ αργότερα επιβίωσε μόνο ως ποιητ. τ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. από… … Dictionary of Greek
ĝhēlā — ĝhēlā English meaning: wine Deutsche Übersetzung: “Wein”?? Material: O.Ind. hülü “alcohol”; Gk. χάλις, ιος “ungemischter Wein”, χαλί κρητος ds.; Maced. κάλιθος οἶνος. ᾽Αμερίας Hes.; Thrac. ζίλαι ὁ οἶνος Hes. (*ĝhēl ).… … Proto-Indo-European etymological dictionary