См. также в других словарях:
ζελάς — ζελᾱς, ὁ (Μ) (στον Ησύχ. ζίλαι και στον Φώτ. ζειλά, (γεν. και δοτ. ζελά) στον Εύπ. και δοτ. τῷ ζήλα) κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη θρακικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
ζελάς — ζελᾱς, ὁ (Μ) (στον Ησύχ. ζίλαι και στον Φώτ. ζειλά, (γεν. και δοτ. ζελά) στον Εύπ. και δοτ. τῷ ζήλα) κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη θρακικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek