-
1 εὕρετρα
εὕρετρα, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὕρετρα
-
2 εὑρίσκω
Grammatical information: v.Meaning: `find' (τ 158)Other forms: Aor. εὑρεῖν, ind. εὗρον (Il.; later also ηὗρον), fut. εὑρήσω (h. Merc. 302, Ion.-Att.), perf. εὕρηκα, - ημαι ( ηὕρ-), aor. pass. εὑρεθῆναι with fut. εὑρεθήσομαι (Ion.-Att.)Compounds: often with prefix, e. g. ἀν-, ἐξ-, ἐφ-. As 1. member εὑρησι- (later εὑρεσι-) in εὑρησι-επής `who finds ἔπη, epic poet' (Pi.), εὑρησι-λογέω `find grounds, find excuses' and - λογία `abitlity, to find grounds, eristics, making empty words' (hell.; after the compp. in - λογέω, - λογία, cf. Schwyzer 726; on the meaning Zucker Philol. 82, 256ff.); with εὑρησί-λογος (Corn. a. o.).Derivatives: derivv., also from the prefixcompp. (not noted): εὕρημα, later εὕρεμα (Schwyzer 523) `find' (Ion.-Att.), εὕρεσις `discovery' (Ion.-Att.; εὕρησις Apollod.; vgl. Fraenkel 1, 187 n. 1); εὕρετρα pl. `finder-reward' (Ulp.); εὑρετής `discoverer' (Att.) with f. εὑρετίς, - έτις (S. Fr. 101 [uncertain], D. S.); also εὑρέτρια (D. S., pap.; Chantraine Formation 104ff., Schwyzer 475); Εὑρέσιος surname of Ζεύς = Iupiter Inventor (D. H.; after Ίκέσιος a. o.); εὑρετικός `of a dicoverer' (Pl.), εὑρετός `to find' (Hp., S.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The original confective meaning of εὑρίσκειν makes it probable, that the aorist will be archaic. Beside it was prob. an old perfect, seen in εὕρη-κα. After it came εὑρήσω; the latest member (beside εὑρεθῆναι) was the present εὑρίσκειν (quantity of the ι unknown), which was therefore an innovation. - The aorist εὑρεῖν can be a thematic root formation for *ἐ-Ϝρεῖν, with ἐ- as prothetic (which would mean * h₁w(e)r- ?) or from the ind. *ἔ-Ϝρ-ον (for *ἠ-Ϝρ-ον?); the aspiration secondary after ἑλεῖν a. o.? Or was it a reduplicated aorist *Ϝε-Ϝρεῖν with dissimilatory loss of the anlauting Ϝ- and secondary aspiration. - A reduplicated formation is found also in OIr. preterite -fúar `I found' \< IE *u̯e-u̯r- (pres. fo-gabim); the pass. - frīth `inventum est', which as IE *u̯rē-to- agrees with *Ϝρη- in - Ϝέ-Ϝρη-κα (\> εὕρηκα). Also in OCS ob-rětъ `I found' IE *u̯rē-t- has been supposed. - A full grade u̯er- is seen in Arm. gerem (sec. aorist gerec̣i) `take prisoner'. - Lit. in Schwyzer 709 n. 2. - See now Taillardat, RPh. 34 (1960) 232-235: from *su̯er-, with * sesure \> εὗρε (?).Page in Frisk: 1,591-592Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εὑρίσκω
См. также в других словарях:
εύρετρα — τα (ΑΜ εὕρετρα, τὰ και σπαν. εν. εὕρετρον, τὸ) η αμοιβή που καταβάλλεται σε κάποιον ο οποίος βρήκε κάτι από αυτόν που τό είχε χάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευρε (τού ευρίσκω) + κατάλ. τρα (πρβλ. δίδακ τρα, εξέτασ τρα)] … Dictionary of Greek
εύρετρα — τα βλ. βρετικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
βρεσιμιός — ά, ό [βρέσιμο] 1. εκείνος τον οποίο βρίσκει κανείς τυχαία 2. το ουδ. ως ουσ. α) το βρεσίδι β) έκθετο βρέφος γ) αμοιβή που δίνεται σε κάποιον όταν βρει χαμένο αντικείμενο, τα εύρετρα … Dictionary of Greek
βρετίκι — και βρετικό, το τα εύρετρα, η αμοιβή που δίνεται σε κάποιον όταν βρει πράγμα που είχε χαθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρετό «έκθετο παιδί», ουσιαστικοποιημένος τύπος του ουδετ. του επιθέτου βρετός* + ικι] … Dictionary of Greek
ευρετίκια — τα τα εύρετρα, τα βρετίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρετίκι] … Dictionary of Greek
θρέπτρα — (I) θρέπτρα, ἡ (Α) τροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θρεπτήρ αντί θρέπτειρα]. (II) θρέπτρα, τὰ (Α) 1. η αμοιβή που έδιναν οι γονείς για την ανατροφή τών παιδιών τους 2. η ανταμοιβή τών γονέων από τα παιδιά τους για την ανατροφή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω… … Dictionary of Greek
μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… … Dictionary of Greek