Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εὑρεσι-

См. также в других словарях:

  • εὐρέσι — εὐρύς wide masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρεσίκακος — εὑρεσίκακος, ον (ΑΜ) εφευρετικός στο κακό, ικανός να επινοήσει κάτι κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω, πρβλ. ευρεσί λογος, ευρεσι τέχνης) + κακός, σύνθετο τού τ. τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • καθευρεσιλογώ — καθευρεσιλογῶ, έω (Α) μιλώ με ευγλωττία και με επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὑρεσι λογῶ (< εὑρεσί λογος)] …   Dictionary of Greek

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • ευρεσίτεχνος — η, ο (Α εὑρεσίτεχνος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευρεσίτεχνο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αρχ. αυτός που ανακαλύπτει τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω) τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν τεχνος, κακό τεχνος) …   Dictionary of Greek

  • ευρεσικομπία — εὑρεσικομπία, ἡ (Α) η επινόηση επιδεικτικής φράσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω) + κομπία (< κόμπος «καύχηση»). Σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • ευρεσιτέχνης — ο 1. αυτός που έχει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ο εφευρέτης 2. ο εφευρετικός, ο επινοητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω) + τέχνη, πρβλ. ερασι τέχνης] …   Dictionary of Greek

  • ευρεσιτεχνία — Η εύρεση νέου ή η τελειοποίηση τεχνικού μέσου ή οργάνου. Το δίπλωμα ε. είναι ο επίσημος τίτλος που δίνεται στον εφευρέτη για την αποκλειστική εκμετάλλευση της εφεύρεσής του. Βλ. λ. εφεύρεση. * * * η 1. η επινόηση, η εφεύρεση μέσου, προϊόντος,… …   Dictionary of Greek

  • ευρησίλογος — εὑρησίλογος και εὑρεσίλογος, ον (ΑΜ) ικανός να εφευρίσκει, να πλάθει μύθους αρχ. ικανός, επιτήδειος στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι (< ευρίσκω, πρβλ. ευρησι επής) + λόγος (< λέγω). Σύνθ. τού τύπου… …   Dictionary of Greek

  • ζυμοτεχνία — η (μικροβιολ.) 1. κλάδος τής μικροβιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών διαφόρων ζυμώσεων και την καλλιέργεια ειδικών στελεχών που έχουν επιλεγεί και χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία ζωοτροφών, ποτών κ.λπ. 2. η σχετική με τις ζυμώσεις και τη… …   Dictionary of Greek

  • κακιζότεχνος — κακιζότεχνος, ον (Α) (ως επίθ. τού γλύπτη Καλλιμάχου) αυτός που κακίζει τα έργα τέχνης, αυτός που τούς βρίσκει μόνο ελλείψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακίζω + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ευρεσί τεχνος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»