-
1 ευρέσι
-
2 εὐρέσι
-
3 εὑρεσιλογέω
A v. εὑρησιλογέω, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὑρεσιλογέω
-
4 εὑρεσιέπεια
A v. εὑρησι-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὑρεσιέπεια
-
5 εὑρεσίκακος
εὑρεσί-κᾰκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὑρεσίκακος
-
6 εὑρησίλογος
εὑρησῐ-λογος, ον,A ingenious in argument, sophistical, Corn.ND31: [comp] Sup., D.L.4.37. — εὑρησι- is freq. in Pap. in this group of words, e.g. PRein.14.23, 15.21 (ii B.C.), Phld.Rh.1.207 S., etc.; εὑρεσι- first in Pap. of iv A.D., POxy. 71 i 9 (corr. fr. εὑρησι-), PMasp.153.32 (vi A.D.), etc., f.l. in Plb.18.46.3, Ph.ll.cc. ( εὑρης- v.l. 1.628), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὑρησίλογος
-
7 εὑρίσκω
Grammatical information: v.Meaning: `find' (τ 158)Other forms: Aor. εὑρεῖν, ind. εὗρον (Il.; later also ηὗρον), fut. εὑρήσω (h. Merc. 302, Ion.-Att.), perf. εὕρηκα, - ημαι ( ηὕρ-), aor. pass. εὑρεθῆναι with fut. εὑρεθήσομαι (Ion.-Att.)Compounds: often with prefix, e. g. ἀν-, ἐξ-, ἐφ-. As 1. member εὑρησι- (later εὑρεσι-) in εὑρησι-επής `who finds ἔπη, epic poet' (Pi.), εὑρησι-λογέω `find grounds, find excuses' and - λογία `abitlity, to find grounds, eristics, making empty words' (hell.; after the compp. in - λογέω, - λογία, cf. Schwyzer 726; on the meaning Zucker Philol. 82, 256ff.); with εὑρησί-λογος (Corn. a. o.).Derivatives: derivv., also from the prefixcompp. (not noted): εὕρημα, later εὕρεμα (Schwyzer 523) `find' (Ion.-Att.), εὕρεσις `discovery' (Ion.-Att.; εὕρησις Apollod.; vgl. Fraenkel 1, 187 n. 1); εὕρετρα pl. `finder-reward' (Ulp.); εὑρετής `discoverer' (Att.) with f. εὑρετίς, - έτις (S. Fr. 101 [uncertain], D. S.); also εὑρέτρια (D. S., pap.; Chantraine Formation 104ff., Schwyzer 475); Εὑρέσιος surname of Ζεύς = Iupiter Inventor (D. H.; after Ίκέσιος a. o.); εὑρετικός `of a dicoverer' (Pl.), εὑρετός `to find' (Hp., S.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The original confective meaning of εὑρίσκειν makes it probable, that the aorist will be archaic. Beside it was prob. an old perfect, seen in εὕρη-κα. After it came εὑρήσω; the latest member (beside εὑρεθῆναι) was the present εὑρίσκειν (quantity of the ι unknown), which was therefore an innovation. - The aorist εὑρεῖν can be a thematic root formation for *ἐ-Ϝρεῖν, with ἐ- as prothetic (which would mean * h₁w(e)r- ?) or from the ind. *ἔ-Ϝρ-ον (for *ἠ-Ϝρ-ον?); the aspiration secondary after ἑλεῖν a. o.? Or was it a reduplicated aorist *Ϝε-Ϝρεῖν with dissimilatory loss of the anlauting Ϝ- and secondary aspiration. - A reduplicated formation is found also in OIr. preterite -fúar `I found' \< IE *u̯e-u̯r- (pres. fo-gabim); the pass. - frīth `inventum est', which as IE *u̯rē-to- agrees with *Ϝρη- in - Ϝέ-Ϝρη-κα (\> εὕρηκα). Also in OCS ob-rětъ `I found' IE *u̯rē-t- has been supposed. - A full grade u̯er- is seen in Arm. gerem (sec. aorist gerec̣i) `take prisoner'. - Lit. in Schwyzer 709 n. 2. - See now Taillardat, RPh. 34 (1960) 232-235: from *su̯er-, with * sesure \> εὗρε (?).Page in Frisk: 1,591-592Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εὑρίσκω
См. также в других словарях:
εὐρέσι — εὐρύς wide masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρεσίκακος — εὑρεσίκακος, ον (ΑΜ) εφευρετικός στο κακό, ικανός να επινοήσει κάτι κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω, πρβλ. ευρεσί λογος, ευρεσι τέχνης) + κακός, σύνθετο τού τ. τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
καθευρεσιλογώ — καθευρεσιλογῶ, έω (Α) μιλώ με ευγλωττία και με επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὑρεσι λογῶ (< εὑρεσί λογος)] … Dictionary of Greek
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
ευρεσίτεχνος — η, ο (Α εὑρεσίτεχνος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευρεσίτεχνο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αρχ. αυτός που ανακαλύπτει τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω) τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν τεχνος, κακό τεχνος) … Dictionary of Greek
ευρεσικομπία — εὑρεσικομπία, ἡ (Α) η επινόηση επιδεικτικής φράσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω) + κομπία (< κόμπος «καύχηση»). Σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
ευρεσιτέχνης — ο 1. αυτός που έχει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ο εφευρέτης 2. ο εφευρετικός, ο επινοητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω) + τέχνη, πρβλ. ερασι τέχνης] … Dictionary of Greek
ευρεσιτεχνία — Η εύρεση νέου ή η τελειοποίηση τεχνικού μέσου ή οργάνου. Το δίπλωμα ε. είναι ο επίσημος τίτλος που δίνεται στον εφευρέτη για την αποκλειστική εκμετάλλευση της εφεύρεσής του. Βλ. λ. εφεύρεση. * * * η 1. η επινόηση, η εφεύρεση μέσου, προϊόντος,… … Dictionary of Greek
ευρησίλογος — εὑρησίλογος και εὑρεσίλογος, ον (ΑΜ) ικανός να εφευρίσκει, να πλάθει μύθους αρχ. ικανός, επιτήδειος στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι (< ευρίσκω, πρβλ. ευρησι επής) + λόγος (< λέγω). Σύνθ. τού τύπου… … Dictionary of Greek
ζυμοτεχνία — η (μικροβιολ.) 1. κλάδος τής μικροβιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών διαφόρων ζυμώσεων και την καλλιέργεια ειδικών στελεχών που έχουν επιλεγεί και χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία ζωοτροφών, ποτών κ.λπ. 2. η σχετική με τις ζυμώσεις και τη… … Dictionary of Greek
κακιζότεχνος — κακιζότεχνος, ον (Α) (ως επίθ. τού γλύπτη Καλλιμάχου) αυτός που κακίζει τα έργα τέχνης, αυτός που τούς βρίσκει μόνο ελλείψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακίζω + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ευρεσί τεχνος] … Dictionary of Greek