-
1 ευρετός
-
2 εὑρετός
-
3 εὑρετός
-ή,-όν A 0-1-0-0-0=1 JgsB 9,6found at, situated at; *JgsB 9,6 τῇ εὑρετῇ found at-הנמצא מצא for MT מצב נצב post, garrison (double transl. of מצב, cpr. στάσις)Cf. CAIRD 1969=1972 146; SOISALON-SOININEN 1951, 81 -
4 εὑρετός
A discoverable, Hp.Vict.1.2;τὰ μὲν διδακτὰ μανθάνω, τὰ δ' εὑρετὰ ζητῶ S. Fr. 843
;εὑρετὰ ἀνθρώποις X.Mem.4.7.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὑρετός
-
5 ευρετά
εὑρετά̱, εὑρετήςan inventor: masc nom /voc /acc dualεὑρετήςan inventor: masc voc sgεὑρετήςan inventor: masc nom sg (epic)εὑρετόςdiscoverable: neut nom /voc /acc plεὑρετά̱, εὑρετόςdiscoverable: fem nom /voc /acc dualεὑρετά̱, εὑρετόςdiscoverable: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 εὑρετά
εὑρετά̱, εὑρετήςan inventor: masc nom /voc /acc dualεὑρετήςan inventor: masc voc sgεὑρετήςan inventor: masc nom sg (epic)εὑρετόςdiscoverable: neut nom /voc /acc plεὑρετά̱, εὑρετόςdiscoverable: fem nom /voc /acc dualεὑρετά̱, εὑρετόςdiscoverable: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 ευρετών
εὑρετήςan inventor: masc gen plεὑρετόςdiscoverable: fem gen plεὑρετόςdiscoverable: masc /neut gen pl -
8 εὑρετῶν
εὑρετήςan inventor: masc gen plεὑρετόςdiscoverable: fem gen plεὑρετόςdiscoverable: masc /neut gen pl -
9 ευρετόν
-
10 εὑρετόν
-
11 ευρετή
εὑρετήςan inventor: masc dat sg (attic epic ionic)εὑρετόςdiscoverable: fem dat sg (attic epic ionic) -
12 εὑρετῇ
εὑρετήςan inventor: masc dat sg (attic epic ionic)εὑρετόςdiscoverable: fem dat sg (attic epic ionic) -
13 ευρεταίν
-
14 εὑρεταῖν
-
15 ευρεταίς
-
16 εὑρεταῖς
-
17 ευρεταί
-
18 εὑρεταί
-
19 ευρετού
-
20 εὑρετοῦ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὑρετός — discoverable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετόν — εὑρετός discoverable masc acc sg εὑρετός discoverable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετή — εὑρετός discoverable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμεύρετος — και χαμαιεύρετος, ον, Μ αυτός που βρέθηκε καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + εύρετος (< εὑρετός < εὑρίσκω), πρβλ. δυσ εύρετος] … Dictionary of Greek
εὑρετά — εὑρετά̱ , εὑρετής an inventor masc nom/voc/acc dual εὑρετής an inventor masc voc sg εὑρετής an inventor masc nom sg (epic) εὑρετός discoverable neut nom/voc/acc pl εὑρετά̱ , εὑρετός discoverable fem nom/voc/acc dual εὑρετά̱ , εὑρετός discoverable … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετῶν — εὑρετής an inventor masc gen pl εὑρετός discoverable fem gen pl εὑρετός discoverable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβρετος — η, ο αυτός που δεν βρίσκεται ή που δεν έχει βρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. α στερ. + βρετός < ευρετός < ευρίσκω] … Dictionary of Greek
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
βρετός — ή, ό [ευρετός] Ι. εκείνος τον οποίο συναντά κανείς τυχαία κάπου II. το θηλ. ως ουσ. βρετή, η εικόνα που βρέθηκε τυχαία κάπου III. το ουδ. ως ουσ. βρετό, το 1. έκθετο βρέφος 2. βρέφος που αφήνεται σε είσοδο εκκλησίας ή προσκυνήματος προσωρινά για… … Dictionary of Greek
ευεύρετος — εὐεύρετος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται εύκολα («ἐπιφανεῑς πανταχοῡ ὄντες εὐεύρετοι ἂν εἶεν», Ξεν.) 2. φρ. «χώρα εὐεύρετος ἑκάστοις» χώρα στην οποία είναι εύκολο να βρεθεί το καθετί, Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ευρετός (< ευρίσκω)] … Dictionary of Greek
εὑρεταῖν — εὑρετής an inventor masc gen/dat dual εὑρετός discoverable fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)