-
1 πυρ-ά-φλεκτος
πυρ-ά-φλεκτος, vom Feuer nicht verbrannt, Suid., zweifelhaft.
-
2 πυρί-φλεκτος
πυρί-φλεκτος, mit od. im Feuer verbrannt; κάμακες Aesch. frg. 157; Eur. Ion 195; übh feurig, πόϑοι, βλάβαι, Ep. ad. 29 (XII, 151); Lycophr. 217; von der Farbe, βοστρύχια Antiphil. (XI, 60).
-
3 πάμ-φλεκτος
πάμ-φλεκτος, ganz entflammt, ganz brennend; βωμοί, Soph. Ant. 1006; πῦρ, El. 1128, wie Axionic. bei Ath. VIII, 372 b.
-
4 εὐ-κατά-φλεκτος
εὐ-κατά-φλεκτος, leicht zu verbrennen, Sp.
-
5 εὔ-φλεκτος
εὔ-φλεκτος, leicht anzubrennen, brennbar, Xen. Cyr. 7, 5, 22; Arr. An. 2, 19, 1.
-
6 ἄ-φλεκτος
-
7 ἑτοιμό-φλεκτος
ἑτοιμό-φλεκτος, leicht zu verbrennen, Sp.
-
8 αφλεκτος
-
9 ευφλεκτος
-
10 ημιφλεκτος
-
11 παμφλεκτος
-
12 πυριφλεκτος
21) обожженный, обгорелый(κάμακες Aesch.)
2) огненный, пламенный(πόθοι Anth.)
3) опаленный завивкой(βοστρύχια Anth.)
-
13 κατάφλεκτος
κατά-φλεκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάφλεκτος
-
14 πάμφλεκτος
πάμ-φλεκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάμφλεκτος
-
15 πυρίφλεκτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίφλεκτος
-
16 ἡμίφλεκτος
ἡμί-φλεκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίφλεκτος
-
17 ὁμόφλεκτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόφλεκτος
-
18 ἄφλεκτος
ἄ-φλεκτος, nicht verbrannt; nicht am Feuer zubereitet -
19 ἑτοιμόφλεκτος
-
20 εὐκατάφλεκτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εύφλεκτος — η, ο (Α εὔφλεκτος, ον) αυτός που αναφλέγεται, που ανάβει εύκολα («ὕλης εὐφλέκτου ἐμπλήσαντες», Aρρ.). επίρρ... εὐφλέκτως (Α) με ευκολία στην ανάφλεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. ά φλεκτος, πυρί φλεκτος] … Dictionary of Greek
ημίφλεκτος — η, ο (Α ἡμίφλεκτος, ον) σχεδόν φαγωμένος από τη φλόγα, μισοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος, ομό φλεκτος] … Dictionary of Greek
ομόφλεκτος — ὁμόφλεκτος, ον (Α) ομοφλεγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος, ημί φλεκτος] … Dictionary of Greek
πυρίφλεκτος — ον, Α αυτός που αναδίδει πύρινη φλόγα ή αυτός που λάμπει από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλεκτος, ρηματ. επίθ. τού φλέγω που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. ά φλεκτος, ημί φλεκτος)] … Dictionary of Greek
ετοιμόφλεκτος — ἑτοιμόφλεκτος, ον (Μ) αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος] … Dictionary of Greek
πάμφλεκτος — πάμφλεκτος, ον (Α) 1. αυτός που φλέγει, που κατακαίει τα πάντα 2. γεμάτος φλόγες («οὔτε παμφλέκτου πυρὸς ἀνειλόμην», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος] … Dictionary of Greek
βραδύφλεκτος — η, ο ο βραδυφλεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + φλεκτος < φλέγω. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ευκατάφλεκτος — εὐκατάφλεκτος, ον (Α) αυτός που καταφλέγεται εύκολα, ο εύφλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα φλεκτος (< κατα φλέγω)] … Dictionary of Greek
παλαμοφλεκτέω — (Α) καίω τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλάμη + φλεκτῶ (< φλεκτός < φλέγω)] … Dictionary of Greek