Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡμίφλεκτος

См. также в других словарях:

  • ἡμίφλεκτος — half burnt masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημίφλεκτος — η, ο (Α ἡμίφλεκτος, ον) σχεδόν φαγωμένος από τη φλόγα, μισοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος, ομό φλεκτος] …   Dictionary of Greek

  • ἡμίφλεκτον — ἡμίφλεκτος half burnt masc/fem acc sg ἡμίφλεκτος half burnt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιφλέκτους — ἡμίφλεκτος half burnt masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιφλέκτων — ἡμίφλεκτος half burnt masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίφλεκτα — ἡμίφλεκτος half burnt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίφλεκτοι — ἡμίφλεκτος half burnt masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιφλεγής — ές ἡμίφλεκτος* [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φλεγης (< φλέγος, το), πρβλ. ερι φλεγής, πυρι φλεγής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»