-
1 ημίφλεκτος
-
2 ἡμίφλεκτος
-
3 ημιφλεκτος
-
4 ἡμίφλεκτος
ἡμι-φλεγής, u. ἡμίφλεκτος, halb verbrannt. Übertr., von der Liebe halb verzehrt -
5 ἡμίφλεκτος
ἡμί-φλεκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίφλεκτος
-
6 ημίφλεκτον
-
7 ἡμίφλεκτον
-
8 ἡμι-φλεγής
ἡμι-φλεγής, u. ἡμίφλεκτος, halb verbrannt; App. Civ. 5, 88 Luc. D. D. 15, 2. Uebertr., von der Liebe halb verzehrt, Theocr. 2, 133.
-
9 ημιφλέκτους
-
10 ἡμιφλέκτους
-
11 ημιφλέκτων
-
12 ἡμιφλέκτων
-
13 ημίφλεκτα
-
14 ἡμίφλεκτα
-
15 ημίφλεκτοι
-
16 ἡμίφλεκτοι
-
17 ἡμιφλεγής,
ἡμι-φλεγής, u. ἡμίφλεκτος, halb verbrannt. Übertr., von der Liebe halb verzehrt
См. также в других словарях:
ἡμίφλεκτος — half burnt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίφλεκτος — η, ο (Α ἡμίφλεκτος, ον) σχεδόν φαγωμένος από τη φλόγα, μισοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος, ομό φλεκτος] … Dictionary of Greek
ἡμίφλεκτον — ἡμίφλεκτος half burnt masc/fem acc sg ἡμίφλεκτος half burnt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιφλέκτους — ἡμίφλεκτος half burnt masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιφλέκτων — ἡμίφλεκτος half burnt masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίφλεκτα — ἡμίφλεκτος half burnt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίφλεκτοι — ἡμίφλεκτος half burnt masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιφλεγής — ές ἡμίφλεκτος* [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φλεγης (< φλέγος, το), πρβλ. ερι φλεγής, πυρι φλεγής] … Dictionary of Greek