-
1 παμφλεκτος
-
2 πάμφλεκτος
πάμ-φλεκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάμφλεκτος
-
3 πάμφλεκτος
πάμ-φλεκτος, ganz entflammt, ganz brennend -
4 παμφλέκτοισιν
πάμφλεκτοςall-blazing: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
5 παμφλέκτου
πάμφλεκτοςall-blazing: masc /fem /neut gen sg -
6 παμφλέκτους
πάμφλεκτοςall-blazing: masc /fem acc pl -
7 παμφλέκτω
-
8 παμφλέκτῳ
См. также в других словарях:
πάμφλεκτος — πάμφλεκτος, ον (Α) 1. αυτός που φλέγει, που κατακαίει τα πάντα 2. γεμάτος φλόγες («οὔτε παμφλέκτου πυρὸς ἀνειλόμην», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος] … Dictionary of Greek
παμφλέκτοισιν — πάμφλεκτος all blazing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφλέκτου — πάμφλεκτος all blazing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφλέκτους — πάμφλεκτος all blazing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφλέκτῳ — πάμφλεκτος all blazing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek