-
1 στρωτος
3(λέχος Hes., Eur.; φάρη Soph.)
-
2 στρωτός
η, ό[ν]1) разостланный; застланный, постланный; устланный; 2) мощёный; выстланный; 3) ровный, гладкий; плавный;στρωτός δρόμος — ровная дорога;
στρωτό γράψιμο — ровный почерк;
στρωτό βάδισμα — плавная походка;
στρωτά μαλλιά — гладкие волосы;
4) облегающий, хорошо сидящий (об одежде);στρωτό φόρεμα — платье сшито по фигуре
-
3 στρωτός
[строгое] επ разостланный, застланный, устланный, мощёный. -
4 ακαπί
στρωτός, η, ο1) невзнузданный; 2) перен. разнузданный, распущенный -
5 αστρωτος
21) непокрытый, неодетый(ἄνθρωπος γυμνός τε καὴ ἀνυπόδητος καὴ ἄ. Plat.)
2) ничем не устланный, голый -
6 βαθυστρωτος
-
7 ευστρωτος
-
8 κακοστρωτος
-
9 λιθοστρωτος
-
10 πορφυροστρωτος
-
11 στειπτος
См. также в других словарях:
στρωτός — spread masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτός — ή, ό / στρωτός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει στρωθεί, που έχει καλυφθεί, ο στρωμένος νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται για την ομαλότητά του, ομαλός, κανονικός (α. «στρωτό βάδισμα» β. «στρωτό γράψιμο» γ. «στρωτά μαλλιά» ίσια μαλλιά χωρίς… … Dictionary of Greek
στρωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. στρωμένος. 2. κανονικός, ομαλός: Τους έδωσε να μεταφράσουν ένα στρωτό κείμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρωτά — στρωτός spread neut nom/voc/acc pl στρωτά̱ , στρωτός spread fem nom/voc/acc dual στρωτά̱ , στρωτός spread fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτοῖς — στρωτός spread masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτοῖσι — στρωτός spread masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτοῦ — στρωτός spread masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτούς — στρωτός spread masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόστρωτος — κακόστρωτος, ον (Α) αυτός που δεν είναι καλά στρωμένος, γεμάτος πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + στρωτος (< στρωτός < στρώννυμι), πρβλ. ορθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek
φυλλόστρωτος — ον και φυλλοστρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», Ευρ. β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + στρωτος (< στρωτός < στόρνυμι), πρβλ. λιθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek
χαμαίστρωτος — ον, ΜΑ στρωμένος καταγής αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαμαίστρωτος χαμαιστρωσία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + στρωτος (< στρωτός), πρβλ. δύ στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek